ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ
Πάνω σε ένα μικρό ύψωμα, μισή ώρα από το χωριό μας σε ένα γραφικό οροπέδιο κοντά στο χωριό Καλτεζές Αρκαδίας, είναι χτισμένη η ιστορική μονή Καλτεζών, όπου συνεδρίασε η Πρώτη Πελοποννησιακή Γερουσία των επαναστατημένων Ελλήνων το Μάιο του 1821.
Το νέο οδικό δίκτυο Σπάρτη – Λεύκτρο, μεταξύ άλλων ανέδειξε και την σεμνή ιερή Μονή που είναι φωλιασμένη στον βράχο, 15 λεπτά από το χωριό μας. Μοναστήρι αφιερωμένο στην Γέννηση της Παναγίας. Το όνομα του «Αμπελάκι». Χτισμένο σε χαράδρα του Ταϋγέτου μέσα σε μία σπηλιά, με τον βράχο να τρυπά τον ουρανό της δεξιά και αριστερά. Στις κορυφές υψώνονται Σταυροί ενώ εκεί βρίσκεται και ο Ιερός Ναός της Αναλήψεως. Η εικόνα της Παναγίας φαίνεται να βρέθηκε μέσα στην σπηλιά , μία εικόνα με το όνομα «Παναγία η Μακελαρίτισσα». Η εικόνα είναι μία από τις 70 εικόνες του Απόστολου και ευαγγελιστή Λουκά. Ένας ασκητής φαίνεται να μετέφερε την εικόνα εκεί μετά την καταστροφή της μονής του, με τα οστά του να βρίσκονται μέσα στην σπηλιά και να φυλάσσονται στην Αγία Τράπεζα του Ναού της αναλήψεως. Γύρω από την σπηλιά υπάρχει ένα μικρό αμπέλι , από το οποίο μάλιστα πήρε το όνομά της η περιοχή «Αμπελάκι».
Το μοναστήρι γιορτάζει στις 8 του Σεπτέμβρη
Το Καστόρι είναι ένα καταπράσινο ορεινό χωριό στον Ταύγετο με πλούσια βλάστηση φαράγγια , ποτάμια και είναι ιδανικό για χαλάρωση , πεζοπορία , canyoning , mountain bike , motorcross , jeeping είναι από τα πιο γραφικά χωριά της Λακωνίας! Βρίσκετε σε απόσταση μισής ώρας από το χωριό μας με πολύ εύκολη πρόσβαση. Στο site του χωριού Kastori μπορείτε να βρείτε πολλές πληροφορίες για την δυνατότητα πολλών δραστηριοτήτων.
Ταυτότητα
Νομός Λακωνίας
Δήμος Σπάρτης
Υψόμετρο 500μ
Βόρεια Ανατολικά του Ταϋγέτου
17χλμ από την Σπάρτη / 20 λεπτά
225χλμ από την Αθήνα / 3 ώρες
Πληθυσμός: 600 κάτοικοι
Στα ΝΑ του Σκορτσινού και αμέσως ανατολικά από τις πηγές του Ευρώτα (κεφαλάρι «Λογαρά»)και σε απόσταση μισής ώρας από το χωριό μας υψώνεται με απότομες πλαγιές ο περίοπτος λόφος Χελμός (υψόμ. 770μ.) που παρεμβάλλεται μεταξύ της λεκάνης της Μεγαλόπολης και της λεκάνης του Ευρώτα βόρεια της Σπάρτης. Από την κορυφή του η ορατότητα προς τη Μεγαλοπολίτιδα φθάνει μέχρι την Καρύταινα και τη Στεμνίτσα, ενώ προς τη Λακωνική μέχρι τη Σελλασία και σχεδόν τις παρυφές της Σπάρτης.
Η καίριας στρατηγικής σημασίας επίκαιρη θέση του λόφου στα όρια, από την αρχαιότητα, της Αρκαδίας με τη Λακωνία και δίπλα από τον οδικό άξονα που συνδέει τις δύο αυτές περιοχές, είχε σαν επακόλουθο τη διαχρονική οχύρωσή του με ισχυρές οχυρώσεις.
Στο πλάτωμα της κορυφής του και περιμετρικά από αυτό σώζονται μέχρι σήμερα σημαντικά κατάλοιπα αρχαίου οχυρού. Το εξωτερικό τείχος του οχυρού είναι χτισμένο με μεγάλους αργούς λίθους, έχει περίμετρο σχεδόν 2χλμ. (1.955,65μ.) και περικλείει όλο το μεγάλης έκτασης (191.265,00τ.μ.) πλάτωμα της κορυφής. Στο νότιο μέρος του πλατώματος που έχει και το μεγαλύτερο υψόμετρο, μεταξύ της ανατολικής και της δυτικής πλευράς του εξωτερικού τείχους είναι χτισμένο εγκάρσιο τείχος και έτσι στο νότιο πλάτωμα, όπου είναι και το εξωκλήσι του Αγ. Κωνσταντίνου, σχηματίζεται το κεντρικό (ή άνω) οχυρό που έχει περίμετρο 896,70μ. και περικλείει έκταση 39.491,23τ.μ.. Το σύνολο των ισχυρών οχυρώσεων ενισχύεται με 33 ημικυκλικούς πύργους.
Τα σημαντικά κατάλοιπα του αρχαίου αυτού οχυρού ταύτισε πρώτος το 1895 ο σπουδαίος Άγγλος αρχαιολόγος W. Loring, που έκανε αυτοψία και ερεύνησε το χώρο, με το περίφημο οχυρό «Αθήναιον» που ήταν η ακρόπολη της αρχαίας πόλης Βελεμίνας. Σχετική δημοσίευση με φωτογραφίες και σχεδιαστική τοπογραφική αποτύπωση των οχυρώσεων, μεγάλης ακρίβειας για τα μέσα της εποχής του, έκανε ο W. Loring στο περιοδικό «The Journal of Hellenic Studies», Vol. XV, London 1895, σελ. 39–41 & 71–74.
Στο οχυρό «Αθήναιον» αναφέρονται οι Πολύβιος (Ιστοριών Β΄ και Δ΄) και Πλούταρχος (Κλεομένης). Ο Πολύβιος ως Μεγαλοπολίτης το αποκαλεί «το των Μεγαλοπολιτών Αθήναιον», ο δε Πλούταρχος «το περί την Βέλβιναν Αθήναιον». Όπως παραδίδουν οι αρχαίοι ιστορικοί αυτοί, το οχυρό, που υπήρξε το μήλο της έριδας Μεγαλοπολιτών και Σπαρτιατών, άλλαξε πολλές φορές χέρια μεταξύ των δύο αυτών αντιμαχόμενων.
Το 229 π.Χ., κατά την έναρξη του «Κλεομενικού πολέμου» μεταξύ της Σπάρτης και της Αχαϊκής Συμπολιτείας στην οποία είχε προσχωρήσει το 234 π.Χ. και η Μεγαλόπολη, ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης Γ΄ αφού κατέλαβε το λόφο του Αθήναιου (Χελμού) έχτισε το οχυρό.
Το 224 π.Χ. το οχυρό περιήλθε στους Μεγαλοπολίτες όταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αντίγονος Δώσωνας, που ήλθε στην Πελοπόννησο με στρατό προς βοήθεια της Αχαϊκής Συμπολιτείας, έδιωξε από αυτό τη φρουρά του Κλεομένη και τους το παρέδωσε.
Το 223 π.Χ. το οχυρό περιήλθε πάλι στους Σπαρτιάτες όταν ο Κλεομένης το χειμώνα του έτους αυτού επιτέθηκε αιφνιδιαστικά και απροσδόκητα στη Μεγαλόπολη και αφού την κατέλαβε την κατέστρεψε.
Το 222 π.Χ. ο Αντίγονος Δώσωνας μαζί με την Αχαϊκή Συμπολιτεία νίκησαν τον Κλεομένη σε φονική μάχη που έγινε τον Ιούλιο στη Σελλασία και το οχυρό περιήλθε πάλι στους Μεγαλοπολίτες.
Το 219 π.Χ. νέος βασιλιάς της Σπάρτης έγινε ο Λυκούργος ο οποίος πολιόρκησε το «Αθήναιον» και το κατέλαβε και έτσι το οχυρό περιήλθε για ακόμη μια φορά στους Σπαρτιάτες.
Το 218 π.Χ. τέλος, ήλθε με στρατό για βοήθεια στην Αχαϊκή Συμπολιτεία ο νέος βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Ε΄, ο οποίος στη μέση του χειμώνα του έτους αυτού κατέληξε στη Μεγαλόπολη όπου και στρατοπέδευσε. Όπως δε παραδίδει (σε μετάφραση) ο Πολύβιος (Ιστοριών Δ΄ 81): «Οι Λακεδαιμόνιοι επειδή φοβήθηκαν την παρουσία του Φιλίππου, ξεσήκωσαν τα πράγματα από την ύπαιθρο, κατέστρεψαν συθέμελα το Αθήναιον των Μεγαλοπολιτών και το εγκατέλειψαν».
Το «Αθήναιον» λοιπόν χτίστηκε από τους Σπαρτιάτες το 229 π.Χ. στην κορυφή του λόφου Χελμού Σκορτσινού και καταστράφηκε από τους ίδιους το 218 π.Χ. προκειμένου να μην χρησιμοποιείται εναντίον τους από τους Μεγαλοπολίτες. Είναι αρχαίο οχυρό των ελληνιστικών χρόνων.
Στη δυτική πλαγιά του Χελμού, κοντά στη μεγάλη πηγή που υπάρχει στην τοποθεσία «Συκαμιά» από την οποία υδρεύεται το Σκορτσινού, βρέθηκε κάτω από το έδαφος χάλκινο ειδώλιο ιππέα των αρχαϊκών χρόνων (γύρω στο 520 π.Χ.) που φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Το σημαντικό και σπανιότατο αυτό εύρημα ήταν ανάθημα, δηλαδή αφιέρωμα – προσφορά σε ιερό και εν προκειμένω ασφαλώς στο ιερό της Αθηνάς που υπήρχε σε άγνωστη θέση στο λόφο, από το οποίο ο λόφος και το οχυρό του λέγονταν Αθήναιον. Πιθανότατα το ιερό της Αθηνάς ήταν εκεί στην τοποθεσία «Συκαμιά» κοντά στην πηγή που βρέθηκε το ειδώλιο.