ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ
Ραβδί = ράβδος και ξυλοκόπημα
Ραβδίζω = τινάζω καρπούς δέντρου με ραβδί Ραίνω = ; Ράμα = κλωστή Ραμαζάνι = φαγοπότι (πχ « η γάτα μπήκε στη κουζίνα και έκανε ραμαζάνι) Ράσα = ενδυμασία παπά Ρέγομαι = ποθώ (από το αρχαίο ορέγομαι) Ρεζίλι = ντροπή (από το τουρκικο rezil) Ρεμέντιο = γιατρικό Ρέμπελος = επαναστάτης (από το ιταλικο ribelle). Ρέφτης = Ρήγας = βασιλιάς (από το λατιν rex) Ρήσος = αγριόγατος Ριζά = πρόποδες βουνού Ριζέλα = μεντεσές πόρτας Ροϊ = δοχείο που βάζουμε λάδι στο φαγητό Ροϊδάκινο = ροδάκινο Ρόϊδο = ρόδο Ροκάνα = κρόταλο Ροσόλι = παλιόκρασο (<τουρκ recel= γλυκο του κουταλιού) Ρουκουλάω = κυλάω Ρούμπος = πόντος (από το τούρκικο rubye = ρουπία=1/8 του πήχεως)) Ρουμπούκι = καλαμπόκι Ρουπάκι = μικρή βελανιδιά Ρούπι = υποδιαίρεση (1/8) της οργιάς (από το τουρκικό rup) Ρούσος = κοκινομάλης (από το λατιν russeous)
|
Σαγάνι = τηγάνι
Σαγγελέας = εισαγγελέας Σακαφιόρα = ψηλή αδυνατη αγαρμπη γυναικα Σακοράφα = μεγάλη βελόνα που ράβει σακιά Σαλβάρι = είδος βράκας Σαλεύω = κουνιέμαι Σακάτω = εκεί κάτω Σακιάζω = Γεμίζω τα σακιά (τσουβάλια) Σαλβάρι = φαρδυ παντελονι Σάλιαγκας = σαλιγγάρι Σαράγια = παλάτια (από το τουρκ saray). Σαράτσης =σαγματοποιός (<τουρκ sarac) Σαρούβαλο = σαράβαλο Σαρώνω = σκουπίζω Σάσμα – υφαντό από γιδότριχες Σαφρακιασμένο = αδύναμο (από το τούρκικο safra= χολή) Σβάρνα =συρόμενο εργαλείο που θρυμματίζει χωμάτινους βώλους στα χωράφια(από το σλάβικο barna) Σβεντουρίζω = εκσφενδονίζω με μανία μακριά Σβουνιά = κοπριά αγελάδας Σβώλος = μικροκαμωμένος Σγαντζάρικο – ατροφικό Σγουμπός = καμπούρης Σγούψε = σκύψε Σγουριά = σκουριά , βρώμα Σγρουμπούλι = ογκίδιο Σεβαστικός = αυτός που σέβεται Σέκιο = μεταλικός κουβάς Σελάχι = θύλακας ζωναριού Σελέμης = φαταούλας Σεργούνι = ρεζίλεμα Σέρτικος = βαρύς (τουρκ sert) Σεντούκι = μπαούλο φύλαξης τιμαλφών (<τουρκ sandik) **Σερνικό = αρσενικό Σερνικοθήλυκο = ερμαφρόδιτος **Σηκώτε = σηκωθείτε Σιδεροστιά = τσιμπιδα για το τζάκι Σιαδώ – σιακεί = από εδώ – από εκεί. Σιαπάνω – σιακάτω = προς τα πάω – προς τα κάτω ***Σιαπέρα = εκει πέρα ** Σιάχνω = φτιάχνω (πχ αυτήνοι οι δύο τα σιάξανε) Σιμά = κοντά Σίμωσε = έλα κοντά Σιουράω = σφυρίζω Σιούτα = γίδα χωρίς κέρατα |
Σιμπάω = αναζωπυρώνω τη φωτιά Σιόπα = Το ξύλο, το ματσούκι «θα πέσει σιοπάκι» Σιταριά = χωράφι σπαρμένο με σιτάρι Σιχτήρι = επιφώνημα αγανάκτησης (< τουρκ siktir=γαμήσου) Σκαλούνι = μικρή σκάλα για μάσιμο ελιάς Σκάμα = τάφρος Σκάλτσα = κάλτσα (από το λατινικό calza) Σκαμπίλι = Είδος παιγνιόχαρτου (τουρκικο iskabil) Σκαπέτι = σκαλιστήρι Σκαρίζω = βγαίνω βόλτα Σκατζουλήθρα = σπίθα Σκατοψύχια = κατάρες Σκατοψύχης = καταραμένος νεκρός Σκατογένης = διάβολος Σκατοξύλης = διάβολος **Σκέδιο = σχέδιο ***Σκαρμούτσο = πάσσαλος Σκεύομαι = σκέφτομαι Σκλαβώνομαι = καταστρέφομαι, εγκλωβίζομαι (πχ σκλαβώθηκα μαζί σου) ***Σκλιμίλος = πολύ αδύνατος Σκολιάμπρι = είδος χορταριού με αγκάθια Σκολνάω = σχολάω ***Σκόρτσα = δέρμα γουρουνιού κολλημένη στο λίπος που τρώγεται Σκούζω = φωνάζω δυνατά Σκούρκος = μεγάλη σφήκα Σκρόφα = γουρούνα Σκυλοβρωμάω = βρωμάω πολύ Σκυλόδοντο = κυνόδους ***Σμίξιμο = συνάντηση μετά μακροχρόνιο χωρισμό Σοιλής = από καλή οικογένεια ή σόι. Σόμπολα = μικρές πέτρες ***Σοπάκι ξύλο = χέρι ξύλο Σοροβλιάστηκε = έπεσε χάμω Σορόπι = σιρόπι Σούγελο = υδραγωγείο Σουλήνας = σωλήνας Σολιάζω = επισκευάζω την σόλα του παπουτσιού Σουλιμάς = ;; ***Σουγλάκι = σουβλάκι Σουγλοκώλης = άνδρας με αδύνατο πισινό ***Σουλήνας = σωλήνας Σούρλα = ; Σουρλουλού = ελαφρά γυναίκα Σούρτα-φέρτα = μετάβαση πέρα-δώθε Σούρτι = χαλινάρι Σούρτο = πήγαινέ το Σουρτούκι = αλήτης, αχρείος(από το τούρκικο surtuk = περιφερόμενος) ***Σουρτούκι = πανωφόρι που το φοράγανε εκ περιτροπής ;;; Σουσουνούρα = σουσουράδα Σούφλα = σούβλα Σούφρα = πρωκτός, πτυχώσεις Σουφρώνω = κάνωρυτίδες, κλέβω Σπασμένη = κοπέλα που δεν είναι παρθένα |
Σπερνός = εσπερινός
Σπερώνει = νυχτώνει **Σπίρτο = οινόπνευμα (από το ιταλικό espirito) ***Σπλήνιαρης = ασθενικός που τον ταίζουν σπλήνες για να δυναμώσει Σπληθάρι = κοίλη πέτρα Σπορίζω = σπέρνω Σποράκλα = ευκολιότητα Σταθιμός = σταθμός Στάκα ! = στάσου ! (ρουμελιώτικη έκφραση). Στέκα = ημικύκλιο για σταθεροποίηση γυναικείας κόμης Στάμα = Στέγνη = ξηρός τόπος Στάμνα = δοχείο πήλινο με λαβή για την μεταφορά νερού από την βρύση Στανιό = βία Στέκα = ημικυκλικό στήριγμα μαλλιών στο κεφάλι. Αδύνατη γυναίκα Στέρνα = δεξαμενή νερού (<λατιν cictern) Στερνά = ύστερα ***Στερφάδι = ζωοτροφή που μοιάζει με μαλακό καλάμι Στεφανοχάρτι = άδεια γάμου Στηθούρι = στήθος κότας Στήλη = μπαταρία Στοιχειό = πνεύμα, δέμονας που κατοικεί σε τόπο ή σε σπίτι Στορπίνα = ρόπαλο Στουμπάω = συνθλίβω Στουμποκολιάζω = έχω δυσκοιλιότητα Στουμπώνω = βουλώνω Στρατόνι = πεζούλα Στραβέγκλω = αυτή που δεν βλέπει καλά ή καθόλου ***Στραβός = τυφλός Στραβοφακιολίστηκε = έβαλε το φακιόλι στραβά Στραβοτηρώ = κοιτάζω στραβά Στρέγκλα = αρρώστια ζώων ;;;; Στρεκλάω = τρικλίζω Στροφίαζομαι = πέφτω για ύπνο Στροφυλιά = ;; Στρουμπούχι = πέτρα με ανώμαλο σχήμα Στρωματσάδα = ομαδικός ύπνος στο πατωμα. Στύψη = ;; Συγκαίγομαι = ερεθισμός στον πρωκτό από απλησιά και σωματικο κάματο Συγγενικό = αρρώστια αναφερόμενη από κατάρα Συγγέσιο = συνοικέσιο Σύγκλινο = παστό Σύγνεφο = σύννεφο Συγχωρνάω = συγχωρώ Συμπάθιο = συγνώμη Συμπράγκαλα = εργαλεία τεχνίτη (από το αρχαίο συμπράττω) Συναχτούμε = να μαζευτούμε Συνεμπάζω = μαζεύω Συνεπαρμένος = ξεμυαλισμένος Συναπάντημα = δυσάρεστηκαι αταίριαστη παρέα ***Συντράβλι = λοστός Σύρε = πήγαινε (και όχι τράβα). Σύρτης = μάνταλο ασφαλείας πόρτας Συφουλίαζομαι = σκεπάζομαι Συφοριασμένος = βρώμικος, ;;; Συχώριο = ; Σφαέλα = παραδοσιακό αλμυρο αιγοπρόβιο τυρί Σφαλάγγι = αράχνη Σφαλάχτρι = ακανθώδες χαμόδεντρο (<αρχ ασπάλαθος) ***Σφαλίζω = ασφαλίζω ( πχ σφάλισε τις πόρτες) Σφαλνώ = κλείνω Σφάχτης = δυνατός πόνος Σφελίδα = φέτα ψωμιού ή τυριού Σφερδούκλι = φυτό ασφοντύλι ή καλοκαίρα (<αρχ ασφόδελος) Σφογγοκωλάριος = δουλοπρεπείς υπηρέτης Σφουγγάτο = είδος ομελέτας Σφουγγίζω =σκουπίζω με σφουγγάρι Σχίζα = κορμός δεντρου σχισμένος για καύση Σώνει ! = φτάνει ! Σώστο ! = πιάστο ! |
Τάβλα (η) = σανίδα, τραπέζι συμποσίου
Τάγιο =άγριος ξυλοδαρμός Τάδες =λεγάμενος Τάλαρο = τάληρο Ταμάμ =ακριβώς (<αραβικό). Ταμπάνι = δοκάρι Ταμπουράς = παλαικο λαούτο Τανιέμαι = σφίγγομαι Ταρακλιάς = ψηλός ατζούμπαλος αντρας Ταρναριστά = ταλαντευτά Τατάς = πατέρας (<αρχ τέττα ή <τουρκ atata) Τάχατις = μήπως Τειάφισμα = ράντισμα φυτού με θειάφι Τελέγραφος = τηλέγραφος Τελέφωνο = τηλέφωνο Τελεόραση = τηλεόραση Τέλεψα = τελείωσα Τελατίνι= είδος μαλακού δέρματος (<τουρκ telatin) Τεμενάς = βαθια υπόκλιση (<τουρκ temenna) Τερζής = ράφτης (τουρκ terzi) Τετράδη = Τετάρτη Τεφτέρι = τετράδιο Τεψί – ταψί (από το τούρκικο tepsi) Τζαμιλίκι = τσάμιμαζί με το πλαισιο (< τούρκικο camlik) Τζάνεμ = καλέ μου (από το τούρκικο canim) Τζάτζαλο = ελαφρό ευτελές ρούχο Τζίβα = ; **Τζιβαιρικά = κοσμήματα Τζιγέρι = συκώτι (<τουρκ ciger) Τζίτζιρας = τζίτζικας Τίκλα = άγονο πετρόχωμα Τι λογιώνε ; = τι είδους ; **Τίποτας = τίποτε ***Τιρλίγκα = γρήγορο τρέξιμο (τερλίκι είναι και είδος τουρκικης παντόφλας) Τομάρι = δέρμα Τόπι – μπάλα |
Τόκα = κλείνω συμφωνία (από το τούρκικο toka= χειραψία).
Τόσονα = τόσον Τότενες = τότε Τότες = τότε Του ενού = του ενός Τουραγνιέμαι = τυρανιέμαι Τούρκα = σκληρή μητέρα Τουρκόγυφτοι = αθίγγανοι μουσουλμανικού θρησκεύματος Τούρκος = πολύ θυμωμένος. Το πολύ δριμύ ξύδι Τουρτούρα = σάλπιγγα Τούτοινοι = αυτοί (πχ ο Καποδίστριας είπε: «τούτοινοι με τις βελάδες» = οι εγγλέζοι Τόφαλος = ογκώδης χοντρός Τράβα = δοκάρι (<ιταλικο trave<ελληνικό τράφηξ) Τρακάδα = στοιχισμένος σωρός ξύλων Τράμπα = ανταλλαγή (<τουρκ trampa) Τρίδιπλο = τριπλό Τραγούσα = μαύρο χαλί από γιδότριχες Τραϊ = νεαρός τράγος Τραίλας = η μυρωδιά του τράγου Τράμπα = ανταλλαγή σε είδος Τρανός = μεγάλος Τραχανας = είδος ξυνού ζυμαρικού (<τουρκ tarhane) Τραχανοχυλόπιττα = ανακατεμένος τραχανάς με χιλοπίττες Τρηδόνες = αιμοροϊδες Τριβέλι = τριπάνι . (<λατιν terebelium) Τριβελίζουν τα αυτιά μου Τριβόλι = ;; Τρίγια = τρία Τριζόνι = γρύλος Τριψάνα = τριμένο ψωμί Τροκάνι = κουδούνα που κρεμάνε στα ζώα Τρούλα = κορυφή Τρουποκεφαλιάζω = Πληγώνω πετώντας πέτρα στο κεφάλι Τρόχαλο = πέτρα ακανόνιστου σχήματος (<αρχαίο τροχαλός=τρέχων) Τροχαλιάς = χωράφι με πολλές πέτρες Τρυγητής = Σεπτέμβριος Τσαγγαροσούγλι = σουβλί του τσαγκάρη ***Τσαγκλάω = ξεκοκαλίζω και τα υπόλοιπα Τσαγγός= ταγγιασμένος, πικραμένος ***Τσάγκρα = ντουφέκι μονόκανο εμπροσθγεμές |
Τσακάω = σπάζω
Τσακμάκι = αναπτήρας (από το τούρκικο cakmak) Τσάκω = πιάσε Τσαλίμι = ελιγμός, κόλπακια (από το τουρκικο talim= γυμναστική) Τσώνος = σπίνος Τσανάκι =πήλινο σκεύος (<τουρκ canak) Τσάπα = εργαλείο σκαψίματος (από το τούρκικο capa). Τσαπέλα = ξερό σύκο Τσαπερδόνα = πανέξυπνο κορίτσι Τσαούσω = αυταρχική γυναίκα (<τουρκ cavus = λοχίας) Τσατμάς = μεσότοιχος σπιτιού από καλάμια και χορύγι (από το τούρκικο catma) Τσαφάρι = καλάμι Τσεμπέρι = κεφαλομάνδηλο (από το τούρκικο cember) Τσέπι = κέρατο Τσέρκι = στεφάνι βαρελιού (<λατιν circus) Τσιγαρίδες = υπολείμματα από το βράσιμο ξυγκιού Τσιγαρολάχανα = χορταρικά τουρλού γιαχνί Τσιάπι = συνήθεια , χούι Τσιγαρίδες = υπολείμματα από το παστό Τσιγκλί = εργαλείο που κόβουν τα φραγγόσυκα Τσίγκου-τσίγκου = τσιγγούνικα Τσακιρομάτης – ελαφρά αλήθωρος Τσίλικη = μικρή με γιαλιστερό δέρμα Τσιμουδιά = σιωπή ***Τσίμπα = λαχανίδα Τσιμπάω τη φωτιά = αναζωπυρώνω τη φωτιά Τσινάω = κλωτσάω Τσιρλιό = διάρροια ***Τσουράει = τρέχει το υγρό Τσουγδί = μικρόσωμη κοπέλα αμφιβόλου ηθικής ***Τσουπώνω = ταίζω παιδί με το ζόρι. Τσιγκλάω = προτρέπω |
Τσίπα = διαφανές ύφασμα
Τσιπούνι = ζιπούνι Τσιρίλος = εσωτερικό σπυρί του δέρματος Τσιρλιό = ευκοιλιότητα (αρχαιο τιρλώ) Τσιρούνι = πέτρα ;;; Τσιφιλιά = σταφυλοπιεστήρι Τσιφτές = δίκανο (<τουκ cift=διπλός) Τσοκλάνι = αλητόπαιδο (<τουρκ icoglan=εσώκλειστο παιδί) Τσόλι = κουρελιασμένο ρούχο (από το τούρκικο col) Τσόνης = σπίνος Τσουγδί = υπερκινητική και γλωσσού νεαρά κοπέλα. Τσουγκάνι = πρόβολος κλαριου που του κόπηκε το υπόλοιπο Τσουγκράνα = εργαλείο που μαζεύει τα πετραδάκια. Τσουκάλι = πήλινη χύτρα Τσούπης = τράγος Τσουπώνω = πατικώνω Τσουράνε = υγρά που τρέχουν Τσουρούτικο = ελλατωματικό, ατελές (<τουρκ curuk) Τσουτσουρώνομαι = ορθώνω ανάστημα πρωτού επιτεθώ Τυρόγαλο = πολύ υδαρές γιαούρτι απόβλητο επεξεργασίας τυριού κατάλληλο για σκυλιά Των Βαγιώνε = των Βαίων |
Υστερνά = τελευταία χρόνια της ζωής Υφάδι= Το νήμα του αργαλειού που υφαίνεται στο στημόνι Υψωμα = αντίδωρο |
Φάγνα = η τροφή των ζώων Φαγιά = φαγητά Φαγανιάρης = λαίμαργος Φακή = πάθηση του ματιού Φακιόλι = πετσέτα του φαγητού και μαντήλι (<λατιν faciale) Φακλάνα = πόρνη Φαλτσέτα =κοφτερό μαχαιράκι (<ιταλ falcetto) **Φαμελιά = οικογένεια Φανάρι = πλεκτό αεριζόμενο κιβώτιο για φύλαξη φαγητού από τις μύγες Φελέκι = τύχη (<τουρκ felek= ειμαρμένη) Φελί = κομμάτι μπακαλιάρου (<λατιν ofella) ***Φερμένος = έχει έρθει ***Φεύγας = ένα παιχνίδι από το τάβλι |
Φευγοδίκης = αυτός που κρύβεται από το δικαστήριο
***Φέφελο = αδύνατο ύφασμα Φιράδα = χαραμάδα Φισέκι = φυσίγγιο Φκίκια = βαφτιστικά Φλέτσια = φύλλα που περιβάλουν το καλαμπόκι Φλύχτρες = καντήλες Φόλα = επίρραμμα παπουτσιού Φόλος = αυγό που προσελκύει τις κότες για να κλωσσισουν. Φορτωτήρας = διχαλωτό ξύλο που βοηθά το φόρτωμα ***Φούρια = φόρα Φουρκάδα = ξύλινα στηρίγματα για ντοματιές και φασολιές Φουρκίζω = προκαλώ οργή Φουρούσι = πρόβολος από τοίχο όπου εδράζεται κρεμαστό μπαλκόνι Φουρφουράω = θορυβώ Φούσκα = ουροδόχος κύστις Φουσκί = κοπριά Φουσκώνω = λαχανιάζω |
Φούχτα = χούφτα
Φτελιά = είδος άγριου δέντρου Φουφούλα = εσώρουχο που φουσκώνει την εξωτερική ενδυμασια Φρούσαλο = άχρηστο αντικείμενο Φτενός = ο λεπτός ***Φτονάω = φθονώ Φτούνα φτου = αυτά εκεί Φτούριος = χορταστικός Φτουράει = είναι χορταστικό Φτώ = φτύνω (πχ μην φτεις χάμω) Φυγιό = κρύο Φυλάκους = τους φύλακες Φύρα = χαμενο βάρος Φυράδα = χαραματιά **Φύσημα = μετάθεση *Φωτερά = μάτια |
Χαβάνι = μπρούτζινο γουδί
Χάζι = χάζεμα Xαβάς (ο) = ο σκοπός τραγουδιού Χαβιόλι = συνήθεια , ο σκοπός Χαϊ ντεντε = ελαφρότητα έλλειψη σοβαρότητος (πχ αυτός είναι για το χαϊ ντεντε) Χαιβάνι = χαζός, παιδί (τουρκ hayvan = ζώο) Χαϊμένος = χαμένος Χαϊμός = χαμός Χαλάλι = ευχή και επαξίως (από το τούρκικο hilal). Χαλάω = σκοτώνω Χαλές = αποχωρητήριο Χαλκάς = κρίκος (<τουρκ halka) Χαλκιάς = σιδεράς Χαλκωματένιος = χάλκινος Χαλντούπης = άξεστος τουρκομωραίτης φερμένος από Τουρκία |
Χαμάδες = ούριμες εληές που έπεσαν κάτω από το δέντρο
Χαμαλίκι = βαριά δουλειά, κουβάλημα Χάμουρα = χαλινάρι Χαμωλόι = μάζεμα εληών που έχουν πέσει απ το δέντρο Χάνι = πανδοχείο Χαντρολαίμι = κολιέ Χαρά = γάμος Χαρανί = καζάνι Χαρμπίλα = αμφίστομο μαχαίρι **Χαρτιά = βιβλία Χαρχάλα = διχάλα και γυναίκα που ανοίγει τα πόδια της. Χάσικος = εκλεκτό (<τουρκ has= αγνός) Χατζής = προσκυνητής αγίων τόπων Χάφτω = αρπάζω με το στόμα Χαφταλεύρης = χαζός φαγάς Χάψη = φυλακή (<τουρκ hapis) Χεζίλος =φοβιτσιάρης Χειμωνικό = δωμάτιο που έχει το τζάκι |
Χελωνόψαρο = γυρίνος Χεριά = όσο πιάνει ένα χέρι Χερικό = το καλό χέρι όπως το ποδαρικό Xερχέρι = γρήγορα- γρήγορα, αμέσως Χινόπωρο = φθινόπωρο Χλεμπονιάρης = αυτός που συχνά βγάζει φλέματα ***Χλιαμπούτα = νερό χλιαρό από την ζέστη Χλιψη = θλίψη Χνέρι = πάθημα (τουρκ hner). Χορύγι= ασβέστης Χουγιάζω= μαλώνω- φωνάζω δυνατά, αγριεύω (<σλαβ hujati) Χουλιάρι = κουτάλι Χουρχουλιός = είδος νυκτόβιου πουλιού Χόχλος = κοχλασμός Χράμι = μάλλινο κλινοσκέπασμα (<τουρκ ihram) Χρονιάζω = περνά ενας χρόνος Χρυσή = ίκτερος Χρυσικός = χρυσοχόος Χτελ = ΚΤΕΛ Χτένω = χτίζω Χωλόζος = αυτού που του αρέσει η λούφα και η θαλπωρή του σπιτιού Χώνω νεκρό = θάβω νεκρό Χωροφυλάκους – τους χωροφύλακες Χωσιά = ενέδρα |
Ψαλίδια = ξύλα στέγης
Ψαλιτήρι = ψαλτήρι Ψείρες = παλιό παιχνίδι (με λακκούβες και μπάλα) Ψειρής = φτωχός Ψένω = ψήνω Ψες = χτες το βράδυ Ψυλίθρα = αγρια άσχημα χόρτα ενδεικτικά ακαλλιέργητου χωραφιού Ψιλολοΐδια = μικροπράγματα Ψόφος = θάνατος ζώου Ψυχοπαίδι = οικότροφο παιδί για βοηθό στις δουλειες
Ωσαμε : έως (πχ ωσαμε δω και μη παρέκει) |
Αι σιαπέρα ρε.
Άϊ στα διάβαλα ντεεεε… Αϊ στο γεροδιάβολο Αι στο διάτανο Άντε πάενε από δω χάμω ρε Βούρδουλας που σου χρειάζεται Θα σε ρέψω στο ξύλο Θα σου μετρήσω τα παίδια Θα σ’ αργάσω το τομάρι Θα σ αρχινήσω με τη λούρα Θα σε λιανίσω Θα σε ζάψω Θα σε αφαλοκόψω Θα σε κάνω ρεζίλι των σκυλιώνε Θα σε περιλάβω με κανα στυλιάρι Θα σε σουφλίσω Θα σε χορέψω στο ταψί Θα στα βγάλω τα φωτερά Θα στο βγάλω το τζιγιέρι Θα σου σπάσω τα παϊδια Θα σου χέσω τα ράματα Θα φας μπερντάκι ξύλο Θα φας ραβδί Θα φας σοπάκι ξύλο Θα φας ξύλο και θάναι σέρτικο Θα αμολύκω τη σκύλα Θα σε αφαλοκόψω Θα σου τρίψω τη κασίδα Θα σου ρίξω πετριά Θα σε μουνουχίσω Θα στο βγάλω το τζιγέρι Θα φας κανα φούσκο |
Θα φας ξύλο και θάναι σέρτικο
Κακό συγγενικό να σέβρει. Κακό χρόνο νάχεις Κάτω τα κουλάδια σου ! Καμώσου συ! Μη μου κάνεις τον κάργα Μη μου κάνεις εμένανε τον καμπόσο Μπουρμπούνια στον πισινό σου παλιόσκυλο Μώρα και κασίδα Να μη σώσεις παλιοτόμαρο Να βγάλεις την κακιά γιότσα. Να χτικιάσεις ! Ντενεκέ ξεγάνωτε ! Παλιόσκυλο ! Παλιοτόμαρο ! Θα σου φάω τον γκαρούτζο Θα σου ξεκολήσω τα αυτιά Θα σε πελεκίσω Θα βελάξεις απ το πόνο
|
Άϊ στο λύκο για παλιοπροβατίνα
Άϊ στο γούβη παλιοκάτσουλο
Κακός ψόφος να σε πιάσει παλιόσκυλο
Οξώ ! (διώξιμο σκύλου)
Όρνια να σε φάνε παλιοκοτερό
Στα όρνια
Αγγέλω = Αγγελική
Αντριάς = ο Ανδρέας Αφρούδω = Αφροδίτη Βαγγελιώ = Ευαγγελία Βάγγος = Βαγγέλης Βασίλω = Βασιλική Βγένω = Ευγενία Γιάγκος (πολύ παλιότερα) = Ιωάννης Γιούλας (πολύ παλιότερα) = ο Γιώργος Γιώτης = Παναγιώτης Γιώργης = ο Γιώργος Γιωργίτσα = Γεωργία Γκίκας = ; Γκίτας = Νικήτας Δημητρός = Δημήτρης Δημήτρω = Δήμητρα Δήμος = Δημήτρης Διαμάντω = Αδαμαντία Θανάσω = Αθανασία Θύμιος = Ευθύμιος Καλλιώ = Καλλιόπη Κανέλλα = Κατερινιώ = Αικατερίνη Κατίγκω = Αικατερίνη Κάτσης(πολύ παλιότερα) = ο Γιάννης Κίτσος (πολύ παλιότερα) : ο Χρήστος Κολιός (πολύ παλιότερα) : ο Νίκος Κωσταντινιά = Κωνσταντίνα Κώτσος = Κώστας Λάμπρω = Λαμπρινή Λέγκω = Ελένη Λελούδω =Ελένη Λενιώ = Ελένη Λιάκος = Ηλίας Λιάς = ο Ηλίας |
Λιόλιος = Γιώργος
Λώνης = Λεωνίδας Μαριά = Μαρία Μαριώ = Μαρία Μαριωρή = Μαρία Μαρίτσα = Μαρία Μαρκουλιάς = Μάρκος Μαρουδιά = Μαρία Μάρω = Μαρία Μάτα = Σταματία Μήτσος : ο Δημήτρης Μήτραινα = η σύζυγος του Μήτρου Μήτρος (πολύ παλιότερα) : ο Δημήτρης Μιστόκλης = Θεμιστοκλής Νάκος = Αντώνης Νάσος = Αθανάσιος Νιόνιος = Διονύσης Ντάνος = Ιορδάνης Παγιούλα = Παναγιώτα Παγώνα = Πάνος = Παναγιώτης Παναγής = Παναγιώτης Πανάγος = Παναγιώτη Περεκλής = Περικλής Παμενώντας = Επαμεινώνδας Πότης = ο Παναγιώτης Ρήνα = Ειρήνη Ρηνιώ = Ειρήνη Σήλιος = Αγισήλαος Σιδέρης =Ισίδωρος Σοφιά = Σοφία Στρατής = Ευστράτιος Σωτήρος = Σωτήρης Τασά = Αναστασία Τάσης = Τάσος Τασόνης = Αναστάσιος Τάτσης = Παναγιώτης Φώτος = Φώτης Χάιδω = Χαραλάμης = Χαράλαμπος |
Σύμπτυξη ονομάτων
Στη Πελοπόννησο και Κρήτη συνηθίζεται η σύμπτυξη ονόματος και επωνύμου ή και δύο ονομάτων . Παραδείγματα
Ψυχραμολιάς
Δημόσταυρος
Σπαντιδομήτσος
Σπαντιδογιώρης
Λιακοντίνος
Έπαιρναν το όνομα του άντρα τους οι Παντρεμένες π.χ Γιώργαινα = Η Γυναίκα του Γιώργη.
Εξαίρεση για το χωριό μας είναι ο Ηλίας Νικολακάκης που απεβίωσε πρόσφατα και επειδή ήλθε σώγαμπρος πήρε αντίστροφα ο όνομα της γυναίκας του. Έτσι ονομάστηκε ο Αστρινολιάς. Ο Λιάς της Αστρινής
Αντριού
Βαγγέλαινα Γιαννού Γιώργαινα Θανάσαινα Δήμαινα Δημητράκαινα Διαμαντίνα Θύμιαινα Λάμπραινα |
Λεωνίδαινα
Λιού Μήτσαινα Μουσάκαινα Παναγιώταινα Παπαδιά Σήλιαινα Τάσαινα |
Αγάς = ήθελε να ήτανε προύχωντας του χωριού
Αλογοσούρτης : σημαίνει αλογοκλέφτης Βαρώνος : ευγενής του χωριού Βαρωνάκος : ο γιός του Βαρώνου Γερμανός = ήταν κοκκινομάλης Γιαννιάς = Γιούδας : πολύ ζωηρός και έκανε ζημιές Καπερώνης = φόραγε καπερώνα Κατσόγιαννος : σημαίνει Μικρογιάννης Κλαδεφτήρας : έπαιζε άτσαλα μπάλα και κλάδευε τα πόδια των παικτών Κοζάκης : Καραμπίνης: Λαμάρης : Λολώνης : από το Λώνης = Λεωνίδας Λυκοτσίνωρος : είχε βλέμμα διαπεραστικό και άγριο Μαλής = είχε πολύ μαλί Μπέης : ήθελε να ήταν προύχοντας του χωριού Μουσάκης :είχε μικρό μούσι Μυστρής : έπαιζε με μυστρί |
Ξυνός : άκεφος
Πάης : από το Παναγιώτης ή γιατί όλο έλεγε «πααίνω». Περβολιώτης : είχε κάποιο πρόγονο από το χωριό Περβόλια Ρέμπελος : επαναστάτης, ατίθασος, άτακτος Σκαλκάνης = ; Σούρος = αυτός που σφυράει Σούστας = του άρεσε ο χορός σούστα Σπουδαίος : ήθελε να έχει κύρος. Τραβάτζος = ; Τσονακίδας = συχνά πήγαινε στη περιοχή Τσονάκα Προυτσολιάς = συχνά πήγαινε στη περιοχή Προυτσαλόρεμα Προυτσαλολεωνίδας = ο γιός του Προυτσολιά Όλμος = άνοιξε μια νάρκη και τραυματισε την αδερφή του Καπερώνης : φόραγε συχνά βαρύ παλτό, την καπερώνα Φούσας = ; Φώλος = μοναχογιός Χότζας = είχε στυλ ιεράρχη
|