Λεξικό Βορείων Δήμων Λακωνίας
Όλο το Λεξικό είναι προσφορά από την επί πολλά έτη εργασία του ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
Εισαγωγή
Η γλώσσα, λεξιλόγιο και προφορά, είναι βασικό πολιτιστικό στοιχείο μια περιοχής, ίσως το κυριότερο. Στην εποχή μας, 2013, κάτω από την επίδραση των επικοινωνιών και των ΜΜΕ, οι ντοπιολαλιές και οι ιδιωματισμοί όλων των ελληνικών επαρχιών έχουν σχεδόν εκλείψει.
Ας κάνουμε μια αναδρομή στο προ του 1970 λεξιλόγιο των Βορείων Δήμων Λακωνίας ερχόμενοι σε επαφή με τις ρίζες μας.
Προφορά-σύνταξη
Είναι από τις πλέον «καθαρές» στην Ελλάδα, συγγενέστατη της Πειραϊκής προφοράς που έγινε η επίσημη της χώρας και η οποία μέσω των ΜΜΕ έχει σχεδόν εκτοπίσει όλες τις περιφερειακές προφορές (κρητικά, μακεδόνικα, κυπριακά, ζακυνθινά κλπ), διατηρώντας μικρές ιδιομορφίες.
Από άποψης μελωδικότητας μοιάζει με την Μεσσηνιακή προφορά η οποία αποτελεί συνδυασμό τριών «μορφών», της Πειραιώτικης προφοράς με ανοιχτό το ανοιχτό στόμα και πληθώρα φωνηέντων , της Ζακυνθινής με τραγουδιστές κάποιες καταλήξεις και της ορεσίβιαςτραχιάςποιμενικής με παράλειψη συμφώνων και τονισμό του δασέως σίγμα και λάμδα.
Τα κυριότερα γνωρίσματα της προφοράς των Β. Δήμων Λακωνίας είναι :
Προφέρεται παχύ το νι και το λάμδα όταν αυτά προηγούνται φωνήεντος γιώτα ή ήτα . πχ , ήλιος, μανιάτης, παλιά, λιγούλι.(Σημειώσατε ότι και η επίσημη (Αθηναική) προφορά διατηρεί το δασύ λάμδα στις τρεις πρώτες λέξεις του παραδείγματος).
Προφέρεται παχύτο σίγμα και το ζήτα όταν αυτά προηγούνται φωνήεντος γιώτα, ήτα και άλφα όπως βασιλιάς, πασάς, σιαπέρα, Μεσηνία, αποφασίζω, ζήλεια. Αυτή η ιδιορρυθμία δίνει βλάχικο χαρακτήρα στην γλώσσα των άνω Δήμων Λακωνίας.
Προστίθεται ανάμεσα σε δύο σύμφωνα το γιώτα κάνοντας την λέξη πιο εύηχη, π.χ. σταθιμός, καπινός, ψαλιτήρι, βόϊδι, ρόϊδο, λεϊμόνι, κλπ.Αυτή η ιδιορρυθμία συναντάται και στην μάγγικη-κουτσαβάκικη προφορά της Αθήνας και Πειραιά του 20ού αιώνα.
Προστίθεται στο τέλος λέξεων τονιζομένων στην λήγουσα το φωνήεν έψιλον πχ των παιδιώνε, των αντρώνε, των σκυλιώνε, των δυονώνε, αλλωνώνε, ολωνώνε κλπ. Δηλαδή, αντί να κόβουν φωνήεντα όπως κάνουν οι Ρουμελιώτες, αυτοί προσθέτουν φωνήεντα για χάριν ευφωνίας.
Προστίθεται στο τέλος ρημάτωντα φωνήεντα έψιλον και άλφα, πχ ήμουνα (αντί ήμουν), ήσαντε,(αντι ήσαν), περνάγανε(αντί πέρναγαν).
Προστίθεται για χάριν ευφωνίας σε ένα φωνήεν και δεύτερο φωνήεν πχ χαϊμός, ρόϊδο, βόϊδι, κλάϊμα, καημένη, ποταϊμός, λεϊμόνι.
Προστίθεται το τε στο τέλος φράσης για αυξημενη ευφωνία το …τε, πχ «παιδιά μου τε», «ήσαντε».
Προστίθεται στην αρχή λέξεωνγια χάρη ευφωνίας το φωνήεν αλφα πχ απερνάω, αλησμονάω, απαρατάω, ακεραία, ανικάω, αφρύδι, αψηλός, αξεκάλτσωτος, αμοναχός, αμασχάλη.
Προστίθεται στην αρχή λέξεων για χάρη ευφωνίας το σύμφωνο νι όταν αυτό προηγείται φωνήεντος πχ νιγιός, νίσκιος, νουρά.
Προστίθεται πριν την τονιζόμενη κατάληξη –ώ το επιπλέον φωνήεν α πχ, αρχινάω, τουφεκάω, εξηγάω, αμολάω, περκαλάω.
Μετατίθεται ενίοτε ο τονισμός της προπαραλήγουσας σε παραλήγουσα πχ ανθρώποι, αρχόντοι, μαστόροι, δαιμόνοι, γειτόνοι
Αφαιρούνται από την αρχή των λέξεων φωνήεντα πχ κόνισμα, βλογάω, πιστρόφια, λιοκόκι
Μετατρέπεται μερικές φορές το ο σε ου (όπως κάνουν οι βλάχοι) πχ τρούπα (αντί τρύπα), ούλοι (αντί όλοι), σουλήνας (αντί σωλήνας).
Κόβονται φωνήεντα (όπως στη Ρούμελη) πχ κει απ κά (= εκεί από κάτω).
Φωνήεντα που απαιτούν πιο ανοιχτό στόμα πχ το όμικρον μετατρέπεται σε άλφα όπως μαναχά (μοναχά), μαναστήρι (μοναστήρι), μαρή (μωρή).
Αντικατάσταση του φωνήεντος έψιλον με τον δίφθογγο ου π.χ. Τι κάνουτε;
Πότε θα ρθούτε; Θα φύγουτε; Πηγαίνουτε στο σπίτι;
Με μελωδικότητα προσφωνούν μερικά ονόματα πχ –Δημητρά-ακη , Βασιλά-ακη (τονίζουν και παρατείνουν το άλφα).
Αντικαθίσταται ο παρακείμενος με μετοχή : πχ είναι φερμένος (αντί έχει έλθει), είναι φαγωμένος (αντί έχει φάει), είναι παγεμένος (αντί έχει πάει) κλπ
Παρατηρούνται ίχνη από την αρχαιοελληνική πχ «να δώκω» αντί «να δώσω».
Γενικά η προφορά των Βορείων Δήμων Λακωνίας ήταν συγγενέστατη προς την επίσημη προφορά της Αθηναϊκής διαλέκτου σε αντίθεση με την προφορά των Ηπειρωτών, Μακεδόνων, Μικρασιατών, Κρητικών, Κυπρίων που διαφέρουν σημαντικά από την Αθηναϊκή προφορά.
Το παραδοσιακό λεξιλόγιο των βορείων Δήμων Λακωνίας
Παραθέτουμε περίπου 2000 λέξεις επιλεγμένες με υποκειμενικό τρόπο που μπορούν να ομαδοποιηθούν σε ομάδες
Πρώτον, στις ντόπιες λέξεις που δεν απαντώνται σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας ή της Πελοποννήσου και τις οποίες έχουμε μαρκάρει με τρία αστέρια***. Ισως, να χρησιμοποιούνταν παλιά αλλά δεν τις βρήκα στα λεξικά όμορων νομών (Αρκαδίας, Μεσσηνίας, Χανίων). Παραδείγματα :ζγράβα, θησαύρι, καπερώνα, κικιδάκι, κορατζίνα, κουκούβρικας, κουτσουμπάρα, μπούλια, ντρίζα, κα
Δεύτερον, στις λέξεις που απαντώνται σε πολλά μέρη της Ελλάδας, κυρίως γειτονικούς νομούς, και οι οποίες έχουν εδώ και δεκαετίες εγκαταλειφθεί. Παραδείγματα :αλάργα, αλικοντάω, άμπουλας, κλιτσί, κούγελο, λακάω κα
Τρίτον, στις παλαιές λέξεις που δεν χρησιμοποιούνται πλέον στις μεγάλες πόλεις αλλά συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται ακόμη αλλά μόνον σε χωριά. Για παράδειγμα, αγκωνάρι,βαρικό, βούϊξε,γιομάτος, δαυλί, θερίο, λαγκάδι κα
Δεν περιλάβαμε παραδοσιακές λέξεις που απαντώνται σε όλη την Ελλάδα και τις οποίες χρησιμοποιούν συχνά και οι κάτοικοι των σύγχρονων πόλεων όπως, αποβραδίς, αχαίρευτος, γεροκομάω, δεμάτι, θρύψαλα, καρτερώ, κούτελο, πεζούλι, σοκάκι, στύβω, ψιχάλα κα
Γενικά, η παραδοσιακή γλώσσα των Βόρειων Δήμων Λακωνίας κατά την δεκαετία 1960 όπως εγώ την γνώρισα μοιάζει περισσότερο με την γλώσσα του 18ου και 19ουαιώνα (όπως την γλώσσα του αγωνιστή Μακρυγιάννη και του λαικού αγίου Παπουλάκου) παρά με την γλώσσα του 21ου αιώνα.
Αγάλι-αγάλι = σιγά - σιγά
Άγανα= οι ενοχλητικές τρίχες που έχουν τα στάχια. Αγαπητηκιά = ερωμένη, γκόμενα Αγάς = άνετος πλούσιος, καλοπερασάκιας (< τούρκ aga= αρχηγός) Αγια-Μαύρη = Αγία Μαύρα Αγιαστούρα = σταυρός με τον οποίο ο παπάς ραντίζει το ποίμνιο Αγγειά=όρχεις Αγκορτσιά = αγριαχλαδιά (<αλβανικό goricce). Αγκυλώνω = τρυπω με αγκάθι (από το αρχαίο αγκύλη). Αγλέωρας = βοτανο φαρμακευτικό και δηλητηριώδες Αγκρεμός = γκρεμός Αγριοκέντραδο = άνθρωπος με άγριο, απότομο χαρακτήρα Αγραπιδιά = αγριαχλαδιά Αγώι = ναύλο Αδερφάδα = αδελφή Αερόπλανο = αεροπλάνο Άζα = ; Αητονύχι = είδος επιτραπέζιου σταφυλιού με επίμυκεις ράγες Αθρώποι = άνθρωποι Αϊμέρω = τρελούτσικη γυναικα Αϊντε = εμπρός, πηγαινε (από το τουρκικο haide) Ακλερίτης = άτεκνος Ακουρος=ακούρευτος Ακούτραφας=σβέρκος Ακώ = ακούω Αλά = ναι (εμφατικό) Αλάκαιρος = ολόκληρος Αλάλητο=κοκορας που δεν έχει λαλήσει |
Αλατζάς = ριγωτό βαμβακερό υφασμα (από το τούρκικο alaca) Αλάργα = μακριά (από το ιταλικό allargo) Αλαφιασμένος = τρομαγμένος Αλαφροΐσκιωτος= αυτός που βλέπει αερικά, στοιχειά, φαντάσματα Άλειμμα = το χοιρινό λίπος στην λαήνα. (ομηρική λέξη) Αλεσιά = αλεσμένη ποσότητα σταριού Αλεποπορδή=μανιταροειδές φυτό με άσχημη μυρωδιά Αλετροπόδα = η Πούλια Αλησμονάω = ξεχνάω Αλητρόκας = αληταράς Αλικοντάω= εμποδίζω πχ «μη με αλικοντάς!» (από το τουρκικο alikomak) **Αλιχλοάω = εξαντλούμαι (πχ αλιχλόησα στον καφενέ) Αλειτούργητος = ο άθρησκος – αυτός που δεν έχει πάει σε εκκλησία Αλλά!= ναι Αλμπάνης = άτεχνος (<τουρκ nalbant = πεταλωτής} Αλογοσούρτης=κλέφτης αλόγων Αλουπας = μεγάλη αλεπού Αλουποχώνι = ;
Αμάλλιαγο = πουλάκι που δεν έχει κάνει ακόμα φτερά Αμανάτι = περιμένω αδίκως (από το τούρκικο emanet= ενέχυρο) Αμασχάλη =μασχάλη Άμε=πήγαινε πχ «άμε στο καλό σου παιδί μου»(από το αρχαίο «άγω») Αμέτι μουχαμέτι= τόβαλε πείσμα Αμδά= ναι Αματτυά=λοκάνικο από κωλάντερο σφαχτού ***Αμολύθηκε από το στρατό = πήρε απολυτήριο από το στρατό Αμπακας = γεμάτο πιάτο Αμποδάω = εμποδίζω Άμποτες = αν τυχόν και Άμπουλας = πηγή νερού που βγαίνει μόνη της από τη γη Αμολήθηκα από το στρατό = πηρα απολυτήριο από το στρατό Αμοναχός = μοναχός Άστρι = αστέρι Αστρίτης=είδος οχιάς με αστεράκια στο κεφάλι Ασφάκα = είδος άγριου θάμνου Ασφακοκέφαλο = ; Ατάϊγος = δεν έχει φάει πχ το σκυλί είναι ατάιγο. Ατός μου = ο εαυτός μου, εγώ ο ίδιος Αυτουνού = αυτού εδώ Αυτωνώνε = αυτών Αφαλαρίδα=ειδος ακανθώδους θάμνου Αφαλοκόβω = κόβω ομφάλιο λώρο νεογέννητου Αφεντιά = κύριος (< τουρκeffendi< βυζαντινό αυθέντης). Αφερίμ = μπράβο (από το τούρκικο aferim) ***Αφήκω = να αφήσω
|
Αμπλαούμπλας = ο ασουλούπωτος - αυτός που λέει βλακείες Αμποδάω= εμποδίζω , αμπόδηκε = δεν άφησε Αναγλιμόνης = ; Αναγριμπόνωμαι = ; Αναδείτηκε = ; Αναμπουμπούλα = αναταραχή, σύγκρουση Ανάνοιγο = κλειστό Ανάνταφλος = ; Αναχαράζω = αναμασάω, μυρικάζω Ανασγουπώνω = αναρώνω μετά από αρρώστια Ανατσουτσουρώνομαι = αγριεύω Αναχαράζει = ; Αναχάρχαλος = ; Αναχλώ = ; Αναφουφουλιάζομαι = ; ***Ανεμοξούρα = σίφωνας, ανεμοστρόβιλος Ανεχόρταγος = ; Ανήλιαγο = ανήλιο Ανικάω = νικώ Αντάμα= μαζί Ανταμώνω = συναντώ Αντάρα=καταχνιά Ανταρεύομαι = φωνάζω δυνατά, διεγείρω τον πόθο Ανυφάντρα= η υφάντρα Αντικούφουρα = ; Αντίς = αντί Αντραλάει = ; ***Αντριεύομαι = επιδεικνύομαι Αντρομιδα=μάλινο υφαντό κλινοσκέπασμα Αξύριγος = αξύριστος Αφρουγκάσου = άκουσε με προσοχή Αφρύδι = φρύδι Άφτο = άσε το (πχ «αφτο χάμω» < αρχαίο αφίημι) Αχαϊρεφτος = ανεπρόκοπος Αχαμνά = όρχεις Αχάραγα = δεν έχει ξημερώσει Αχείλι = χείλι (από το αρχαίο χείλος). Αχνιά ή άχνη= σιγανή φωνή Αχούρι= στάβλος γουρουνιών, αχυρώνας, ακατάστατο σπίτι (τουρκ ahir) Αψηλός = ψηλός Αψύς = δριμύς Αρφανός = ορφανός Αρχόντοι = άρχοντες Αρωτάω = ερωτώ Ασημώνω = προσφέρω χρήμα ή τιμαλφή σε νεόνυμφο ή σε νεογέννητο Ασίκης = λεβέντης (από το τούρκικο asik= λαικός βάρδος υπαιθρου) Ασκέρι=ομάδα Ασλάνι ή σουλάνι = λιοντάρι (από το τουρκικο aslan).
|
Απαλάμη = παλάμη Απαντάω = συναντάω κάποιον « - Τον απάντησα στο δρόμο…» Απαρατάω = αφήνω-εγκαταλείπω Απαυτώνω = κάνω σεξουαλική πράξη Απέκει=κατόπιν Απείραγος = απείραχτος Απερνάω = ξεπερνάω (πχ σε απερνάω στο τρέξιμο) Απιθώνω=ακουμπαω κάτω Απλάδα = μεγάλο ρηχό πιάτο Άπλερο = ; Απλογιέμαι = απαντώ Απίστομα=μπρούμυτα Απογιούρα = σκιερό Απόκαμα = κουράστηκα Αποκορωμένος = Βρωμιάρης ή σκατωμένος Αποκρεύω = νηστεύω το κρέας Αποκρίνομαι = απαντώ σε ερώτηση Απόλυσε= φύτρωσε (ή αμόλυσε) Απολυφάδι = υπόλειμμα από ότι έχει γλύψει κάποιος Απόπαγνα = ; Απόπατος = αποχωρητήριο Απόπλυμα = ; Απόσκιο = σκιερό, ανήλιο Αποσώθηκα = ; Αποταχιά = αύριο Αποφορά = αφόρητος δυσωσμία Αραβάνι = ; Αράγνιασε = γέμισε αράχνες, ερήμωσε Αργάζω=κατεργάζομαι **Αργάτης = εργάτης Αργιεύω= αραιώνω, «-Πάω γι’ αργιέματα στα μέσα…» Αργοστάσιο = εργοστάσιο Αργολάβος = εργολάβος Αρεολόγια = όταν το ελαιόδεντρο έχει ωριμάσει λίγο και αραιό καρπό Αριά και που = αραιά Αριολόι=ελαιόδεντρο με μικρή καρποφορία ***Αρούγκαβλος = ατζούμπαλος Αρουλιέμαι= ωρύομαι «το σκυλί αρουλιέται» Αρουκατος=ατυμέλητος Αρτήσιμο = φαγητό που δεν επιτρέπει η νηστεία
|
Βαβά = πληγή στα παιδάκια
Βάβισμα = γαύγισμα « - το σκυλί βαβίζει) (από το αρχαίο βοώ) Βαγιόλι = ; Βαγγέλιο = ευαγγέλιο Βαθιμός = βαθμός Βακούφι = ιδιοκτησία αφιερωμένη σε μοναστήρι <τουρκ vakif) Βαλαντώνω = στενοχωριέμαι, φλέγομαι από ερωτικό πάθος Βαλημένα = βαλμένα Βαράνε τα όργανα = παίζουν τα όργανα Βάρεσε ο ήλιος = βγήκε ο ήλιος Βαρβάτος = άντρας ώριμος μεγαλόσωμος (από το λατινικό barbatus= γενιοφόρος) Βαρβατσελέβω = ; Βάρδουλο = λωρίδα δέρματος μεταξύ σόλας και άνω δέρματος του παπουτσιού. Βάρι ! = χτύπα ! Βαρούγανε = βαρούσαν Βάρτου = χτύπησέ το Βασκαντούρης = σε αυτόν που ευχόμαστε να μην αβασκαθεί. Επίσης, ο γυμνό Βασταγούρα = γαιδούρα Βατεύω = κάνω έρωτα με παρθένα Βατοκόφτης=δερπάνι που κόβει βάτα Βατσίνα = εμβόλιο Βατσινιά = πουρναροειδές άγριο δέντρο Βεδούρα = κουβάς Βεζύρης =μορφή από παιδικό παιχνίδι Βελάζω από τον πόνo = φωνάζω από τον πόνο |
Βελανόψωμο = ψωμί από βελανίδια που ενίοτε έτρωγαν στην κατοχή 1941-42
Βελέτζα = μάλλινο υφαντό Βελιούρι = ; Βελονιάζω = διαπερνώ με βελόνα φύλλα Βελουργιάζομαι = ; Βεραντοχείλα = ; Βερβερίτσα = σκίουρος Βεργάδι = ; Βερεμιάρης = αρρωστιάρης (από το τούρκικο veremli= φθισικός) Βερεσέ = επί πιστώσει (από το τούρικο verse) Βέτσος = πεισματάρης και αξιοτιμώρητος Βεφγολάζει = ; Βιδάνι = κρασί που έμεινε άπιοτο στα ποτήρια από τους πελάτες κρασοπουλιού Βίκα = πήλινη στάμνα Βίκος=μπιζελοειδης ζωοτροφή Βιός = εισόδημα Βίτσα = λεπτή βέργα (<σλάβικο vutsa) Βλισίδης = αφθονία, θησαυρός Βλογάω = ευλογώ Βλογημένος = ευλογημένος Βόϊδι = βόδι |
***Βοϊδογλυψιά = έχουν τα αντρικά μαλλιά όταν είναι ίσια Βολά = φορά Βολίμι = μολύβι Βολοδέρνω = τριγυρίζω κατάκοπος και άσκοπα Βουβάλα = χοντροκομένη μεγαλόσωμη γυναίκα Βούϊξε = έγινε βοή Βούλα = σφραγιδα (από το λατινικό bulla) Βουργάρα = κακιά εύσωμη γυναίκα Βούρδουλας = μαστίγιο από πέος βοδιού Βουρδούνι = ; Βουρλίζομαι = βρίσκομαι σε έξαλλη κατάσταση (< ιταλικό burlare) Βούτσωσα = ; Βράκα = ευρύχωρη περισκελίς (λατιν bracae) Βρακοζώνι = η ζώνη ή η σκελαία Βρουβιά = βολβοί Βρούτζος = χρυσόμυγα Βρούχος = είδος ακρίδας που καταστρέφει καλλιέργειες Βρωμούσα = δύσοσμο σκαθάρι Βρωμομαριά = δύσοσμο σκαθάρι Βυζανιάρικο = μωρό που θηλαζει
|
Γαιδουρογκοσιτέρα = μεγάλη πράσινη σαύρα
Γαιδουροκέντης = ; Γαλατσιάρικο = ; Γάλι-γάλι = σιγά –σιγά Γανιάζω = λερώνω Γανίλα = σκουριά Γανώνω= περνάω μαγειρικό σκεύος με επάλειψη κασιτέρου Γαργαλεύω == γαργαλάω Γάστρα = θολωτό σιδερενιο σκεπασμα για ψησιμο φαγητων στο τζάκι Γδικηθώ = εκδικηθώ (πχ θα τονε γδικηθώ) Γδυτοκώλες = χορεύτριες της τηλεόρασης (έκφραση δεκαετιών 1970 και 80) Γειάνω = γιατρεύομαι Γεμενί = ελαφρό παπούτσι (<τουρκ Yemeni) Γέννεις (να) = να γίνεις Γεννητούρια = γέννηση Γεννιάστηκε = η κότα έκανε αυγό Γένομαι = γίνομαι Γεντέκι=εύσωμος ψηλός άνθρωπος Γεράνια = γαλάζια Γιέρμος = έρημος Γεροκαρτάλιας = ; Γερόντοι = γέροντες Γεροντομούνουχο = ; Γερούλος = αντιπαθητικός γέρος Γεροσπαζούλος = ; Γερούτσος = γεροντοπαλήκαρο Γητεύω = του κάνω μάγια Για = ή Γιαγούρτη = γιαούρτι Γιαπράκι = τυλιχτό με αμπελόφυλο (από το τούρκικο yaprak) Γιατάκι = κατάλυμα (<τουρκ yatak) Γιαρά = ; |
Γιατριά = θεραπεία
Γιάτρισσα = γυναίκα γιατρός Γιδοβόλας = ; Γινήκανε = έγιναν Γιόκ = όχι (από το τούρκικο yok= μη υπάρχον) Γιόκας = ο γιος ειρωνικά Γιόμα = απόγευμα Γιομάτος = γεμάτο Γιορντάνι = κολιές με χρυσά και ασημένια νομίσματα Γιορτάδες = εορτές Γιότσα = συμφορά (από το τούρκικο goc= μετανάστευση στον άλλο κόσμο). Γιούκος = στίβα από κλινοσκεπάσματαμ(<τουρκ yuk=φορτίο) Γιούργια = εφόρμηση Γιουρούκι = κακοφτιαγμένος άνθρωπος (από τους ορεισίβιους μικρασιάτες yoruk) Γιουρουσι = έφοδος (<τουρκ yuruyus) Γιουρουστάει = ; Γκαβάνι = ; ***Γκαβέγκλω = γυναίκα που δεν βλέπει καλά Γκαμούραβλος = ; ***Γκαμούτσι = σκληρό δέρμα Γκαμούτσος = ; Γκανιάζω = 1.διψάω πολύ ,2 «-Το παιδί γκάνιαξε στο κλάμα» Γκαργκανιασμένος = ξεροψημένος σχεδόν καμένος Γκαρδιακός = φίλος αγαπημένος |
Γκαρλάφτης = με μεγάλα αυτιά
Γκαρόσα = φωνακλάδικη (που όλο γκαρίζει) γυναίκα ***Γκαρούτζος = ο λαιμός κότας Γκαστρώνω = καθιστώ έγκυο Γκέμι = χαλινός (<τουρκ gem) Γκιούμι = μπρούτζινο δοχείο νερού (από το τούρκικο gugum) Γκιστροπάλουκα = παλουκάκια για να δένου αγκίστρια για πουλιά Γκίχτηκα = πειράχτηκα Γκλαβανή = τρύπα για κάθοδο στο κάτω όροφο Γκλίτσα = ποιμενική μαγκούρα ***Γνωστικός = έχων σώας τας φρένας, ο φρόνιμος Γκουσιτέρα = σαύρα Γκόνω = χορταίνω προ της ώρας Γκόρτσο = αγριάχλαδο Γκουζουλός = κακόσχημος, στρεβλός Γκουμούλια = ακαθαρσίες Γλυκάδι = αδένας σφαγμένου ζώου Γκριτζανίδι = ξεροψημένο |
Γλύνα = λάσπη ή λίπος Γνέμα= το νήμα Γνέθω = φτιάχνω νήμα (γνέμα) για ύφανση στη ρόκα (γνέσιμο) **Γολόζος = τρυφηλός, χαδιάρης ή άπρακτος Γομάρι = φορτίο , γάιδαρος Γόνα = γόνατο **Γονέοι = γονείς Γονικά = γονείς Γούβα = κοίλωμα (<αλβαν gube) Γούβης = είδος νυκτόβιου αρπακτικού (μπούφος) Γουζί = ; Γουλί = κουρεμένος σύριζα ή ο βολβός Γουλισιά = ; Γουργάει Γούρνα= λακκούβα με βρόμικο στάσιμο νερό (αρχαία λέξη= γρώνη) Γούτος = αρσενικό περιστέρι, ο θυμωμένος με διπλοσάγωνο Γράβαλο = τσουγκράνα Γραμματιζούμενος = εγγράμματος Γραμματικός = δημόσιος υπάλληλος γραφεύς Γραμμένη = ζωγραφιστή, καλλίγραμμη Γράδο = μονάδα αλκοολικού βαθμού (από το λατινικό gradus) Γρίβας = σταχτί άλογο (από το λατινικό grigio). ***Γριλίδια = αγριελιές ***Γροθάρι = δενδρύλλιο ελιάς Γυναικομάνι = πολλές γυναίκες Γυροβολιά = στροφή – χορευτική φιγούρα Γυρολόγος = πλανόδιος εμπορος Γύφτος = σιδηρουργός , αθίγγανος |
Δαγκιά = δαγκωνιά
Δαμάλι =αρσενικό μοσχάρι (από το αρχαίο δαμαλίς) Δαυλίτης = ; Δαύτη (για) = γι αυτήν με περιφρονητικό τόνο Δειλιάζω = φοβούμαι (από το αρχαίο δειλία), λυγίζω Δέντρος = η βελανιδιά, η δρυς Δερβέναγας =διευθύνων (τουρκ dervenaga) Δέση = η δέση του μύλου, το σημείο που διοχετεύετε το νερό στο αυλάκι Δηλαδής = δηλαδή Δημοσιά = κύριος Δημόσιος δρόμος Διαβαζούμενος = μορφωμένος Διαιρέσες = διαιρέσεις Διαόλια = διαβολάκια Διαολίζω = εξοργίζω Διαταή = διαταγή Διαυτηντής = διευθυντής Διάφορο = το κέρδος Διγαλίζω = ; Δικόνες μου = δικός μου Δίμιτο = ύφασμα πλεγμένο με δυο μίτους |
Δίφορο = δέντρο καρπίζον δις ετησίως (από το αρχαίο δις+φέρω) Διχάλα = διχαλωτό ξύλο Δόγα = η ταύλα του βαρελιού, βαρελοσανίδα (Λατιν doga) Δόλιος = αξιολύπητος Δούλα = υπερέτρια Δούλεψη = υπηρεσία Δραπέτσι = ξύδι Δρασκελάω=πηδάω Δραμή = δραχμή Δράμι = 3 γραμμάρια Δριμόνι = μεγάλο κόσκινο για ξεκαθάρισμα δημητριακών Δριμικόλα = ; Δριμύς = οξύς, σκληρός Δροτσίλια = δερματικοί ερεθισμοί από ιδρώτα (κυρίως στα μωρά) Δυάζμος = διόσμος Δυονώνε = των δύο Δώθενε = από εδώ Δώτε = δώστε
|
Έβγα = βγες
Έγνοιες = φροντίδες Ειδεμής = ειδάλως Είναιτος = νάτος Έλαχε = έτυχε Ελαφρύς = ελαφρόμυαλος Ελαφροπαλάτζα = ελαφρόμυαλος Έμπα = μπές Εμπατή = είσοδος Εναντρόερα = ολόγυρα Έντος = νάτος Έντοσα = πιάστηκα |
Εξάπαντος = οπωσδήποτε
Εξαποδώ = Διάολος Εξεπιτούτου = γι αυτό το σκοπό Έρμα = έρημα Εκείθε = προς τα εκεί Ενού = ενός Έντος = νάτος Εξεπίτηδες = επίτηδες Εξόν = εκτός Επειδής = επειδή Ερηνοδίκης = ειρηνοδίκης Ευκή = ευχή Εχι = βιός, περιουσία Ετώρα = τώρα Έχουτε = έχετε
|
Zα = τα ζώα Zαβλακωμένος = ο ζαλισμένος Ζαβός= στριμένος, ανάποδος Ζαγάρι= κυνηγετικό σκυλί (από το αραβικό sakar) Ζαιρές = εφόδια (από το τούρκικο zahire) Ζάκα = ; Ζαμπίτης = αστυνόμος Ζαναχάτι = επαγγελματιας (αλλά και πανέξυπνος, τετραπέρατος (<τουρκ zanaeet) Ζάπι ή Ζάφτι= η κατάληψη ενός στόχου «τον έκανα ζάφτι» (τουρκ zap) Ζαπίτης = αυτός που επιβάλει τη τάξι με τη βία Ζαρκουλώθηκα = ; Ζγαρδόνι = ; Ζγαρλάω = ξύνω το έδαφος (αναφέρεται κυρίως σε κόττες) Ζγατζάρικο = ατροφικό βρώμικο παιδί Ζγατζίκι = ; (τζατζίκι 😉 Ζγότζος = ; Ζγούψε ! = σκύψε ! *Ζγράβα = βρώμα του κορμιού Ζεβζέκης = αναποδιάρης Ζέβλα = ζυγός του βοδιού (από το τούρκικο zivle). Ζερβός = αριστερός Ζέρντελο = είδος κίτρινου κορόμηλου (από το τούρκικο zerdali) Ζευγάρι = όργωμα Ζευγάς = γεωργός που οργώνει Ζεύω = ετοιμάζω το υποζύγιο για κουβάλημα |
Ζέχνω= βρωμάω
Ζιζί = το μαμούνι Ζυγιάζω = ζυγίζω Ζορμπαλίκι = παλληκαρισμός, τσαμπουκάς Ζούζουλο = έντομο, κακόσχημο (σλάβικο) Ζοχάδες = αιμοροίδες , νεύρα Ζουνάρι της Παγαγιάς = γαλαξίας Ζουρλός = τρελλός Ζουρλοπαντιέρα = επιπόλαια υπερκινητική γυναίκα Ζουρλοχαβιόλα = ομοίως επιπόλαια υπερκινητική γυναίκα Ζύγι = νήμα της στάθμης Ζυγιά = ζεύγος Ζωνάρι = ζώνη Ζωντόβολο = βλάκας
|
Ήβλεπα = έβλεπα Ήρα= ζιζάνιο που προσβάλλει τα δημητριακά (αρχαία λέξη=Αίρα) Ήσαντε = ήσαν Ήφερα = έφερα |
Θα σε αφήκω = θα σε αφησω
Θάμα = θαύμα Θε = θέλεις Θειά = θεία Θειάκω = θεία Θέλημα= χρειαζούμενο πράγμα «- που τα’ βαλες τα θελήματα» Θεμωνιά, = σωρός από χερόβολα και δεμάτια της παραγωγής των σιτηρών Θένε = θέλουνε Θερίο= θηρίο Θεριστής = Ιούνιος μήνας Θερμός = καυτό νερό Θέτε = θέλετε Θησαύρι = πληθώρα Θιαφασθένεια = ; Θρεφτάρι = οικόσιτο γουρούνι Θρονιάζομαι = στρογγυλοκάθομαι Θωρώ = βλέπω
|
Ίδρωτας = ιδρώτας Ινάτι = πείσμα, καπρίτσιο Ίσια (επίρρημα ποσοτικό) = πολύ λίγο, μόλις «ίσια που πρόλαβε» Ισκα = προσάναμα φωτιάς Ιστοράω = εξιστορώ Κα = κάτω Καβαλάρης = τα κεραμίδια που ενώνουν στις πλευρές της στέγης **Καβαλικεύω = καβαλάω Καβαλαρέοι = έφιπποι Καβλοράπανο = νεαρή παρθένα που πρωτοκυκλοφορεί Καβουλιά = ; Καζάρμα = φυλακή Καημένη = σύνηθης προσφώνηση μεταξύ γυναικών Κάθερος =καθαρισμός δέντρων από ξερούς κλώνους Καιροφυλάει = ; Καίσι = βερύκοκο (<τουρκ kayisi) Κακούδι = ; Καλέσης = όνομα άσπρου τράγου Κακαράτζα = κοπρια γιδών ***Κακαρίθιακας = είδος μικρού πουλιού, τρυποκάρυδος Κακιασμένος = γεμάτος κακία Κακοζάκανος = κακοφτιαγμένος Κακοντέλης = φουκαράς Καλαμαρι = θήκη κοντυλοφόρων Καλαμπαηδόνα = ζωηρά γυναίκα Καλαμποκάνι = ; **Καλαμαράδες = γραφειοκράτες ***Καλαναρχάω = αγορεύω Καλέβρα = ; Καλέσης = αρχηγός τράγος (< αλβαν kalse= μαλιαρός) Καλικούτσια = μεταφορά κάποιου στην πλάτη, κυρίως παιδιού Καλμπασαράς = ; Καλοφάγανος = βολικός στο φαγητό Καλούδια = ωραία πράγματα, δώρα Κάλφας = βοηθός ***Καμάρι = βρύση με θόλο ***Καμάρι μου! = προσφώνηση προς ωραίο νεαρό ***Καμαρούλα = ενδιάμεσο μικρό δωμάτιο μεταξύ χειμωνικού και σάλας ***Καμαρώνω = στέκομαι ακίνητος Καμίνια = καμμία Καμούσι = το σωσμα στο βαρέλι Καμπόσοι = μερικοί ή αρκετοί Καμώνομαι = σωπαίνω Κάνα = κανένα Κανακάρης = αγαπώμενος γιός Κανακεύω = χαιδεύω, περιποιέμαι ***Κανίσκι = ;;; Καντηλήθρα = τρίγωνο από φελλό που κρατά το φυτίλι στο καντήλι ***Καπερώνα = βαρύ παλτό Καπίκι = 1/100 του ρουβλίου καπότα = μακρύ από γιδόμαλλο ένδυμα τσοπάνη με κουκούλα κάποτες = κάποτε Καπιστράδα = δένει το κεφάλι του υποζυγίου για να πιάσει το καπίστρι ***Καπλάνι = τίγρης (<τουρκ Kaplan) Καπόνι = καλοθρεμμένος Καπότα = κάπα, κάλυμα (από το τούρκικο kaput) |
Καπούλια = τα μπούτια των υποζυγίων
***Καπρί = αρσενικό γουρούνι Καπροδόντης = στραβοδόντης Καπρόνα = ; Καρακαηδόνα = κοπέλα πεταχτή και λογού Καρακούσι = αρρώστια Καραμπαλίκια = όρχεις Καραμπογιά = μαύρη μπογιά (<τουρκ karaboya) Καραούλι = παρακολουθηση, σκοπιά Καράς =μαύρο άλογο ***Κάργας = σπουδαίος, δυνατός πχ «μη μου κάνεις εμένα τον κάργα» Καργάρω = γεμίζω Καργιά = καρυδιά Καρλάφτης = ο έχων μεγάλα αυτιά Καρούλι = τροχαλία Καρούσι = πράμα δεύτερης ή τρίτης διαλογής Καρούτζος = λάρυγγας Καρσί = απέναντι (<τουρκ karsi) Κασίδα = ψωρίαση κεφαλής Κασκούτης = αυτός που φοράει βαριά άγαρμπα ρούχα Κασόνι = μακρύ ξύλινο μπαούλο χωρίς διακόσμηση για αποθήκευση γεννήματος Κατάλακα = Κατακέφαλος = ισχυρό χτύπημα εναντίον της κεφαλής Καταράχι = λόφος Καταρράκτης = καταπακτή μετά σκάλας που ενώνει δύο ορόφους Κατεβατός = κρύος αέρας που κατεβαίνει από το βουνό σαν πιο βαρύς Κατηγόρια = κατηγορία Κατραπακιά = χτύπημα στο κεφάλι Κατσιαπλιάς = (ιδιαίτερα στην κατοχή)= αυτός που εκμεταλλευόταν τις περιστάσεις για κλεψιές και ατιμίες. Κατσικοπόδαρος = γρουσούζης ***Κατσόμαλλο = μαλλί της ινιακής χώρας της κεφαλής Κατσομάλιασα = Κατσουλιέρης = κορυδαλός Κατσούλι = γατάκι Καύκαλο = κρανίο Κάφυρο = ρουθούνι Καψερός = συμπαθής Κειάφι = θιαφι ***Κει απ κά = εκεί από κάτω Κέκι = κέηκ (<τουρκ kek) Κεντήδι = βελονιά Κεντράδα = δένδρο προερχόμενο από εμβολιασμό Κεντράδι = εμβόλιο δέντρου Κερά = κυρία Κεργιακή = Κυριακή Κερεστές = οικοδομική ξυλεία (<τουρκ kereste) Κεψές = τρυπητή κουτάλα (τουρκ kepce) Κήφος = ; Κιβούρι = τάφος Κικιδάκι = πολύ μικρό Κινάω = ξεκινάω Κιούγκι = σωλήνας αποχέτευσης Κιούλμπερης = ; |
Κιρκινέζι = είδος γερακιού Κιώνω = τελειώνω Κλάϊμα = κλάμα (παλαιϊκό) Κλάπα = ; Κλαπατσίμπανο = ενοχλητικό μουσικο όργανο συνήθως κρουστό Κλάρισμα = ; Κλειώ = κλείνω Κλιτσί = αδύνατο πόδι Κλιτσίνα = ; Κλούβιος = άμιαλος εξού και η εκφραση «κλούβια σου παιδάκι μου!» Κλώθω = περιστρέφω Κλωσσόπουλο = κοτοπουλάκι Κλωτσοτύρι = τυρί που βγαίνει από το βράσιμο του τυρόγαλου Κογιονάρω = πειράζω (<ενετ cogionar) Κοίλιαρης = ο εχων μεγάλη εξέχουσα κοιλιά Κοιμόσαν = κοιμόντουσαν Κοκάρι = ψιλό κρεμμύδι για σπορά Κοκορνιόκος = χαζός Κοκοσέλι = ; Κοκόσια = εσωτερικο καρυδιού Κοκοφρίκι = ; Κολλάω = αναρριχώμαι (κόλλησα στην συκιά) Κολαντριζω = περιποιέμαι τον άντρα μου Κολαούζος = οδηγός (<τουρκ kilavuz) Κολάστρα = πρωτόγαλα (λατιν colostra) Κολιάνισα = ; Κολίνα = φέτα πορτοκαλιού ή σκελίδα σκόρδου Κολιτσαριά = κολεοσπασμός ή κόλλημα μεταξύ δυο συνουσιαζόμενων σκυλιών Κολοβός = με κομμένη ουρά Κολοκυθοκορφάδες = λουλούδια της κολοκυθιάς κατάλληλο για τσιγαρολάχανα ***Κομπολογάω = ;;; Κομπολογιά = είδος υγρόφιλου δέντρου Κόμπρα = γίδα με κέρατα Κοντακιανός = ; Κονταυγή = χάραμα Κοντεμίρι = ραβδί για αντέρισμα πόρτας (από το τούρκικο demir) Κοπετίνα = ; Κόπια = οι κόποι Κοπροσκούληκο = ; Κοπολογάει = ; Κόρακας ! = ενοχλημένη η κακιασμένη απάντηση στο φτέρνισμα κάποιου Κοραπάτσα = ; ***Κορατζίνα = κοράκι Κόρδα = ξύλινο δοκάρι που στηρίζει τη στέγη Κορκολίκι = πικρό Κόρυζα = ; Κόσα = εργαλείο σε σχήμα Γ κατάλληλο για κοπή χόρτων (<τουρκ kose) Κοτερό = τα κατοικίδια του κοτετσιού (κυρίως κότες). Κοτζάμου = τόσο μεγάλος Κόρμπα = μαύρη γίδα Κοτζάμου = τόσο μεγάλος Κοτσάφτης = με κομμένο αυτί Κότσι = παιδικό παιχνίδι Κοτσιόνι = ; Κοτσωνάτος = υγιέστατος γέρος Κουβέλι = κυψέλη σε κορμό δέντρου (<σλαβ kublu) Κουβενταρία = συζήτηση Κούγελο = ξεμωραμένος Κουκούβρικας = κουκουβάγια Κουκούδες = σπόροι (πασατέμποι) κολοκυθιού Κουκουλανάσταση = ; Κουκούνιαξε = ; Κουλά = τα χέρια υβριστικώς ( πχ κάτω τα κουλά σου!) Κουλαντρίζω = περιποιούμαι (από το τούρκικο culandirmak = χειρίζομαι) Κουλούκι = ανεπιθύμητο ή ενοχλητικό βρέφος (<μεσαιων κουλόκιον=ανάπηρο ή <κρητικο κουλουκι = σκυλακι)) Κουλουμπαράς = κουμπαράς Κουμούλια = ; |
Κουμπούρα = βραχύκανο πυροβόλο ζωσμένο στη μέση των κλεφτών
Κουμπούρας = ο κακός μαθητής (που συνήθως ασχολείται με τα όπλα) Κουνενές = μωρό Κουνουβίτσα = ; Κούντι = ; Κούντουρος = ; Κουπαρέλι = ; Κουραδάς = χοντρός, τεμπέλης και αγενής Κουρασάνι = ισχυρό αμμοκονίαμα με ασβέστη και τριμμένο κεραμίδι Κούρβουλο = ξερό κλήμα (<λατιν curvus) Κουργιά = ; Κουργιαλός = αυλάκι για φύτεμα ντομάτας Κουρκούτιασε = έπαθε γεντοντική άνοια ***Κουρνέτω = ακίνητη γριά Κουρνιαχτός = μπουχός, σκόνη Κουρνόγαλος = ; Κουλουπώνομαι = χώνομαι στα σκεπάσματα ***Κουρεμένο γίδι = κοροϊδία προς κακοκουρεμένο παιδί Κουρνιάζω = για την κοτα που κοιμαται (μτφ για γέροντα που κλείνεται σπίτι) Κουρούα = προβατίνα με κέρατα Κουτάλα = ωμοπλάτη, σπάλα Κοτάριζε = ; Κουτουπώνω = την βάζω κάτω σεξουαλικά Κουτοφαρίνα ; Κουτελιά – κτύπημα με το κούτελο Κούτρα = κεφάλι Κουτραμπέλα = ; Κούτσαβλος = κουτσός κακού χαρακτήρα Κουτσαχείλα= θηλυκό ζώο με κομμένο χείλος Κουτσοκέρα = γιδα ή προβατίνα με σπασμένο κέρατο Κούτσι = κουτάβι (από αρβανίτικα) Κούτσικος = μικροσκοπικός (<τουρκ. Kucuk) Κουτσοδόντης = με σπασμένο δόντι Κουτσουμπός = κολοβός (από το αρχαίο κόσυμβος = άκρη) ***Κουτσουμπάρα =δέσμη Κουτσούνα = κούκλα Κουφάκι = ; Κουφάλογο = κουφός Κουφολάχανο = ; Κόφτει = νοιάζει πχ Τι με κόφτει ; = τι με νοιάζει ; Κόφτρα = μεγάλο πριόνι Κοψιά = στυλ Κοψοκέφαλος = ;;; Κοψονούρης = κολοβός Κρεμανταλάς = άχαρος ψηλός άντρας Κράζω = καλώ φωνάζω Κράνη = πείνα Κρασοπουλιό = μεζεδοπωλείο της εποχής με ελάχιστο μεζέ και πολύ κρασί Κρένω =λέγω, μιλώ (Αγγέλω κρένει η μάνα σου) Κρεντήρι = ; ***Κριγιάς = κρέας Κριθάρι = σπυράκι στο βλέφαρο Κρίκελας = μικρό μαύρο κυλινδρικό σκουλήκι 2-3 cm που αφήνει πίσω του απαίσια μυρωδιά. Κρικέλι = κρίκος Κριτσίλα = ; Κρύγιο = κρύο Κρυγαίνω = κρυωνω Κυπρί = κουδούνι τράγου Κύρης = πατέρας αφέντης Κωλάνι = ιμάντας του σαμαριου του γαιδάρου Κωλάντερο = απευθυσμένο Κώλεθρο = πεσμένο από τη κοιλιά της μάνας παιδί Κωλοκάτσι = σκαμνί Κωλοκούμπι = σκαμνί Κωλονούρι = κόκυξ Κωλοπετσομένη = ξύπνια, δραστήρια και καταφερτζού γυναίκα ***Κώλος του μπουκαλιού = πάτος του μπουκαλιού Κωλορίζι = παραφυάδα δέντρου |
Λάβρα = η μεγάλη ζέστη από τον Ήλιο και τη φωτιά.
Λαβώνομαι = τραυβατίζομαι Λαγαρά = υπογάστριο Λαγκάδι = δασωμένη χαράδρα Λαγωνικό = κυνηγετικός σκύλος Λαδιά = πλούσια σοδιά λαδιού ***Λαίμη = λαιμαργία Λάκα = επίπεδη γη Λαλάω = μιλάω **Λαλούμενα = μουσικά όργανα Λάκος = αργαλειος Λαλαγκίδες = τηγανήτες Λαλάω = μιλάω, φωνάζω. Λαλούδα = πέτρα Λαλούμενα = όργανα **Λαμπρή = Πάσχα |
Λαναρίζω = ξαίνω το μαλλί.
Λάπατο = άγριο σπανάκι Λαπάς = Παραβρασμένο ρύζι (<τουρκ lapa) Λαφάνα = ; Λαχαίνω = τυχαίνω Λάχανα = άγρια χόρτα Λαψάνα = είδος άγριου χόρτου Λεβίθες = σκουλήκια στα κόπρανα παιδιού Λεούδι = ; Λελέκι = πολύ ψηλός άντρας Λεμαργιά = κολάρο για υποζύγια Λεμές = κατώτερος άνθρωπος Λεπετσέρα = ; Λέρα = βρώμα ***Λεφορείο = λεωφορείο Λεφτίρα = ; Λεχρίτης = βρωμιάρης ***Λεχτρικό = ηλεκτρικό Λιαγκουρίζω = ;
|
Λιακόνι = σαύρα που της αρέσει να λιάζεται
Λιανά = μικρά νομίσματα πχ «κάνε μου λιανά» Λιάστρα = απλωμένα Λιγνάω = λιχνίζω Λιγοθυμιά = λιποθυμία Λιλιά = λειριά κόκορα ***Λιμπά = όρχεις ***Λιοκόκι = πυρήνας ελαιοκάρπου Λιόσκια = ; ***Λίρος = λειρί του κόκκορα Λισαντήρι = πολύ αλμυρό (τουρκ nisadir= χλωριούχο αμμώνιο) Λιτριβιό = ελαιοτριβείο Λιτριβάρης = ελαιουργός Λοβιτούρα =απάτη (ρουμαν) Λοβός = κοντός Λόγγος ή λογγιά = δασωμένη έκταση (σλάβικης προέλευσης) Λογιάζω = νομίζω Λογιώνε-λογιώνε = διαφόρων ειδών |
Λόζος = ; Λόϊδο = Η τούφα από τα μαλλιά στο μέτωπο Λοκάνικο = λουκάνικο Λοκάντα = εστιατόριο Λόπια= άσπρα φασόλια για φασολάδα Λοντάρι = λιοντάρι Λότζα= χώρος για το γουρούνι ή βοηθητικό δωμάτιο Λούκι = στέλεχος καρποων αραβοσιτου ***Λούρμπος = αλητήριος Λούρτιμο = δυνατό ξύλο (από το λατινικό l’ ultimo) Λουρίτης = ; Λουφές = αμοιβή από υπηρεσίες (< αντιμισθία των οθωμανών υπαλλήλων) Λουφιάζω = ησυχάζω (<αρχ λωφώ) Λυσοκανέλα = ; Λύσα = πολύ αλμυρό φαγητό Λυσακά = νεύρα Λυσαντίρι = πολύ αλμυρό φαγητό
|
Μα = μάνα Μαγάρα = ακαθαρσία (από το μίασμα) Μαγκάνι = όργανο σύσφιξης Μαγούλα = λόφος Μαγουλάδες = παιδική ασθένεια με πρήξιμο παρειών Μαζώνω = μαζεύω Μαζώχτηκε = μαζεύτηκε Μαθές = βεβαίως Μακαντάσης = φίλος Μακαρούνια = μακαρόνια Μακεδονήσι = μαιντανος Μακελάρης = χασάπης Μαλαγανιά = κατεργαριά Μαλακωμένος = πιο ήρεμος Μαλιάζω = βγάζω μαλί Μάμα = στομάχι κότας Μαμουκαλιά = κουτσουπιά Μανά = προσφώνηση –Μητέρα ! Μαναστήρι = μοναστήρι Μαναχά = μοναχά Μάπα = λάχανο (κράμβη) Μαραγκιάζω = μαραίνομαι Μαραγκούλα = ; Μαργιόλικο = ναζιάρικ κορίτσι Μαρή !! = μωρή ! Μαρκαλάω = γονιμοποιώ Μαρμάγκα = μεγάλη αράχνη (από το αλβανικό merimange) Μαρμάρα = στείρο θηλυκό ***Μαρνέρης = ικανός Μασκαντούρης = επικίνδυνος να ματιαστεί Ματρακάς = βαρυ σφυρί (<τουρκ ρόπαλο) Μαστραπάς = κανάτα (από το τούρικο mastrapa) **Μάτα = ξανά πχ ματαλέω, ματαπερνάω, ματαπαγαίνω κλπ Ματζιόκα = ; Ματικάπι = χειροκίνητο τρυπάνι (<τουρκ matkap) Μάσκουλο – στρόφιγγα πορτας (από το λατινικο mascolo=αρσενικό) ***Ματαγίνει = ξαναγίνει (πχ τέτοιο χνέρι δεν έχει ματαγίνει) Ματζαφλάρι =μακρύ εργαλείο Ματοτσίνορα = ματόκλαδα Μαχιάς = κορυφή στέγης Μαχμουρλής = κακόκεφος, αγουροξυπνημένος Μειντάνι = πλατεία Μέλλει = ενδιαφέρει πχ δεν με μέλλει. Μελιγγι = κρόταφος Μελιγκώνι = μερμύγκι Μένανε = εμένα Μερεύω = ημερεύω Μερί = μηρός (σε αντίθεση της λέξης μπούτι προερχόμενη από το τουρικό but) Μέριασε = κάνε στην πάντα |
Μεσιακό = κάτι που ανήκει σε δύο. (λεγόταν και συμεσιακό)
Μεσιανός = ενδιάμεσος ή μεσαίος ***Μέτζα = κακιά συνήθεια ζώου Μετσιγείες σου = διεφθαρμένο το «με τις υγείες σου», ευχή όταν κανείς τελειώνει το κούρεμά του ή το μπάνιο του. Μήστητί μου =διεφθαρμένο το μνηστητί μου Κυριε. Μιανού = κάποιου Μιλημένος = έχει μιλήσει Μιλούνια = εκατομύρια Μινέσκω = μένω Μίνια = μία Μιρμιλάει = κνησμός , φαγούρα Μισάντρα = καλαμένιος εσωτερικός του σπιτιού τοίχος Μισιακός = εκ του ήμισυ με άλλον Μισοκαδιαρικο = ; Μισοριξιά = ; Μοιράδι = ; Μολεμένο = μολυσμένο ***Μολιάγκας = βλάκας, μαλάκας Μόμολο = μωρό ***Μομόλα = χαζή γυναίκα Μοναστηροβαλμένη = ; ***Μοραϊδες = αιμορροΐδες Μορόζα= σπιτωμένη αστεφάνωτη γυναίκα Μορφονιός = ωραίος νέος Μοσκιός = μοσχάρι ή βλάκας άνθρωπος Μότσος = κουτός Μουκαντάσης = φίλος (<τουρκ arkadas) Μουκατάς = ; Μουκούλι = διπλοσάγωνο Μουλαρώνω = πεισμώνω αμεταπείστως Μουμούι = ; Μουντζαλιά = μουντζούρα από μελάνι Μουντρούκα = ; Μούργος = σκύλος με βρώμικα σαγόνια Μούργα = κατακάθι λαδιού (<αρχ αμόργη) ***Μουρχούτα = ταίστρα των γουρουνιών (από το βυζαντινό μουρχούτιν) Μουσαφιρης = φιλοξενούμενος (τουρκ misafir) Μουσίτσα = πονηρό κορίτσι (ιταλ muso = ρυγχος) Μουσουμπέτια = αγάπες, γλέντια, ευχάριστη παρέα (<τουρκ muhhabet=αγάπες) Μουστερής = πελάτη (<τουρκ musteri) Μουστόγρια =ρυτιδιασμένη γριά που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις Μουστρούφης = χοντρός φαγάς Μουστρουχιά = χτύπημα στο προσωπο με την ανάποδη της παλαμης Μούστωε = ; Μουραφάς = ; Μούργος = Ο τεμπέλης, το μαύρο σκυλί Μουρλοκαμπέρω = γυναίκα επιπόλαιη αστειζουσα Μουρλός = τρελός Μερεμετάω = επιδιορθώνω Μούσκουρη = γκρίζα γίδα Μουστερής = πελάτης Μουστρίζω = λερώνω όταν τρώω ***Μουσχουντούρης = χαδιάρης Μπαζίνα = ζυμαρικό της ώρας (<τουρκ basina) Μπαζουνιά = ανεπιθύμητα άγρια χόρτα κάτω από δέντρο Μπάκακας = βάτραχος Μπακατέλα = χωρίς αξία πράγμα Μπαλάτζα = ζυγαριά (από το λατινικό bilancia) Μπαλντάς = τσεκούρι (τουρκ balta) Μπάλτσικας = ; ***Μπαλώνομαι = κλείνω οικονομικά κενά (πχ άντε, μπαλώθηκες σήμερα) |
Μπαμπαλής = πρεσβύτερος (τουρκ<babali) , συχνά «γερομπαμπαλής»
Μπαμπάλιξε = ; Μπαμπόγρια = υβριστικό της γριάς (από το σλάβικο babo=γριά). ***Μπαμπουγέρια = έντομα του αποθηκευμένου σιταριού και φασολιών Μπαμπούλας = φόβητρο των παιδιών Μπάμπουρας = έντομο που μοιάζει με αγριομέλισσα (>αρχαιο βόμβυξ) Μπανέλα = κοκαλάκι που σταθεροποιεί το γιακά πουκαμίσου Μπανταβός = μουρλός Μπαξεβάνης = κηπουρός (τουρκ bahcivan) Μπαργιόσα = ; Μπάρε μου = φίλε μου (από τούρκικη λέξη και όχι από το κουμπάρε μου) Μπάρμπας = θείος (από το λατινικό barbatus= γενιοφόρος) Μπαρμπούτσαλα = μικροί καρποί μη βρώσιμοι ( λέγεται και μπουρμπουτσέλια) Μπας = μήπως (<αλβαν basse) Μπατανία = χοντρή κουβέρτα Μπαταχούσα = ; Μπατανόβουρτσα = βουρτσα ασπρισματος (από το τουρκικο badana) Μπάτσα = κόλαφος (εβρ patsch) Μπαφούσκα = ;;;; Μπαχτούζα = παχύρευστο βρώμικο ίζημα Μπεζαχτάς = ταμείο των παλαιών μαγαζατόρων (< τουρκ bestahta = 5 σανίδια) Μπεζεστένι = τσίγγινα σκέπαστρα στα μαγαζιά της Καστανιάς Μπεκιάρης = ανύπαντρος (από το τουρκικό bekar) Μπελερίνα = ; Μπενοβράκι = μακρύ σώβρακο Μπεργιάνι = ; Μπερεκέτι = αφθονία , πλούτος( <τουρκ bereket) Μπήζ = ; Μπιζέρισα = βαρέθηκα Μπίμπα = πολύ Μπινάς = τοίχος, λάσπη που περιέχει και χορύγι ή ασβέστη (< τούρκικο bina). Μπιρμπίλι =στολίδι (από το τούρκικο bulbul = αηδονι) ***Μπιρμπιλομάτω = κορίτσι με ωραία λαμπερά μάτια Μπίρο μου = αγαπητέ μου Μπιστεμένος = έμπιστος Μπιτίζω = αποτελειώνω (<τουρκ bitmek) Μπλαζίνα = κοίτα λέξη Μπαζίνα Μπλαστρώνω = πασαλείφω πρόχειρα Μπλατσουράω = Τσαλαβουτώ στα νερά Μπλαχάρι = ; Μπλεζόνα = ; Μπλιά = πιά Μπλίκος = πακέτο χαρτονομισμάτων Μπλουγούρι = πληγούρι (από το τούρκικο bulgur) Μπογάνα = γάστρα ***Μπολεύω = τριγυρνώ στους δρόμους και στα σπίτια Μπόλια = σκέπη, μαντήλα (<αρχ εμβολίς) Μπομποσιόλο = ; Μπομπότα = καλαμποκίσιο ψωμί Μπορούτε = μπορείτε Μπόλια = πετσέτα , η σκέπη του αρνιού, μαντίλα (από το βενετικο imbolia) Μπομπόλι = μεγάλο μαύρο σαλιγκάρι Μποξάς = κοντομάνικο μπουφάν Μπορίτσα = πεύκο Μποροβήλος = ; Μποτσίκι = αγριοκρέμυδο Μπουγάζι = ρεύμα (τουρκ bogaz) πχ μην κάθεσαι εδώ γιατί φέρνει μπουγάζι Μπουγάς = ταύρος (<τουρκ<boga) Μπουλούκια = ομάδες, πολλοί μαζί, κοπάδι πουλιών Μπουζί = γουρουνόπουλο Μπουζοπούλα = γουρουνοπούλα |
Μπουζουριάζω = κλείνω στη φυλακή, σπρώχνω
Μπουγεύομαι = Μεγαλώνω, δυναμώνω « -τ’αμπέλια μπουγέψανε» Μπουρί = σωλήνας σόμπας (<τουρκ boru) Μπουρίζω = γκρεμίζω Μπουρούσι = καρούμπαλο ***Μπουκουβάλα = καψαλισμένη φέτα ψωμί βουτηγμένη στο φρέσκο λάδι Μπουκούνι = μεγάλη μπουκιά Μπουκώνω = με το ζόρι βάζω στο στόμα στην μπούκα (από λατιν bucca) ***Μπούλια = κόλλυβα Μπουναμάς = το φιλοδώρημα στα παιδιά τις γιορτές ***Μπουράει = κουτουλάει (το πρόβατο ή το γίδι) Μπουρίνι = θυμός Μπουρλιάζω = περνάω τη κλωστή στη βελόνα Μπουρούσι = καρούμπαλο Μπουρούχα = ***Μπούρντελα = τοπικό είδος κορόμηλων Μπουρμπούτσελα = αγριοκορόμηλα Μπούρτα ! = προτροπή η διαταγή σε τράγο να κουτουλήσει. Μπουρώνει = ; Μπουτουβάγια = ; Μπουτουνάρι = ; Μπραζιέρης = αδελφοποιητός (από το σλάβικο brat = κουμπάρος). Μπράσκα= φρύνος ή βάτραχος της ξηράς Μπρασκίλος = Μπρούσκο = στυφό κρασί Μπρούτζα= πανωφόρι από δέρμα προβάτου Μπρουτζίλας = προβατίλας Μπρουστούρα = λάσπη Μποχάρι = ; Μπραφ = έκανε μπράφ Μπροστομούνι = Μπρούσκαλο = άγουρο σύκο Μπρούκλης = πλούσιος ξενητεμένος (από το Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης) Μπρουστούρα = ; Μυλοβάγενο = ; ***Μυτίζω = ξεμιτάω , βγαίνω από κάπου ***Μωθώνα = χαζή Μώκος = άλαλος Μωρόχαβλος = βλάκας |
Να ειπούμε = να πούμε Νάκα = Φορητή πάνινη ή δερμάτινη κούνια, από το αρχαίο νάκη = προβιά Νάμου = δώσμου ***Νερομπούλι = αραιό Νέμα = νήμα Νευρουζίλος = οξύθυμος Νιά βολά = μια φορά Νιγιός = γιός Νικολοβάρβαρα = αρχές Δεκεμβρίου Νίρης = ποταμός Ευρώτας (ονομασία πριν τον 18ο αιώνα) Νισάφι = φτάνει πια, (από το τούρκικο nisaf=έλεος). Νίσκιος = ίσκιος Νιτερί = ο μαύρος χιτώνας των παπάδων (<τουρκ entari) Νιονιό = μιαλό Νούρλος = ουρά Νταβάνι = είδος εντόμου Νταγιαντώ = αντέχω (από το τούρκικο dayanmak= στηρίζομαι). |
Νταρβίρα = Σφυρίχτρα με καλάμια σιταριού (αναφέρεται συνήθως σε αυτόν που έχει δουλειά αλλά τεμπελιάζει –«Βαράει νταρβίρα» ) Νταρντάνα = μεγαλόσωμη δυνατή γυναίκα, αντρογυναίκα. Ντελάλης = διαλαλητής Ντεμούζα = ; Ντεντένι = καβάλα (παιδική λέξη) Ντερβίσης = λεβέντης, εξηγημένος Ντίσκα = ; Ντόμπρος = ειλικρινής (από το σλάβικο dobr=καλός) Ντόνω = χαλαρώνω, ξεμουδιάζω Ντουζένι = κέφια Ντουνιάς = κόσμος (<αραβ dunia) Ντούρος = ανθεκτικός, σκληρός ***Ντρίζα = πιωμένος Ντροπής ! = ντροπή ! Νυφάδα = νύφη
|
Ξαγκλίζω = ανασκαλίζω Ξάι = τα αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά σε είδος (από το λατιν exagium) Ξαίνω = χτενίζω μαλλιά Ξαγνάντησα = συνάντησα Ξαμολάω = αφήνω ελεύθερο Ξανάστροφη = ανάποδη Ξαποδώ = διάβολος Ξαπολιέμαι = ορμάω Ξαποστάζω = ξεκουράζομαι Ξαφρίζω = κλέβω Ξαφτέρουγο = εξαπτέρυγο Ξεβλαστώνω = σε φυτό μεγαλώνει το στέλεχος που έχει τους σπόρους Ξεθέρμισα = ; Ξεκάλτσωτος = δεν φοράει κάλτσες. Ξεκλερίζω =εξολοθρεύω ένα σόι Ξεκωλώνω = ξεριζώνω Ξελεμιάζομαι = ένταση στο λαιμό μου Ξεμεσιάστηκα = έπαθα υπερκόπωση μέσης Ξενοδιαβάζω = αλλάζω τα σπασμένα κεραμίδια της στέγης Ξεπάτώνω = ξεριζώνω Ξεπιτούτου = επί τούτου |
Ξέπλεγη = γυναίκα που άφησε αχτένιστα μαλια Ξεπουπουλιάζω= Βγάζω τα πούπουλα από τα πτηνά, βασανίζω κάποιον Ξέρα = η ανομβρία « -Μαύρη ξέρα εφέτο …» Ξερακιανός = αδύνατος ηλιοκαμένος Ξεροσφύρι = πίνω ποτό χωρίς μεζέ Ξερή = είδος χαρτοπαιγνίου καφενείου) Ξεσαγωνιάστηκα = από το πολύ χασμουρητό Ξεσαμάρωτος = γάιδαρος χωρίς σαμάρι Ξεσκουληκιάζω = καθαρίζω κατι το πολύ βρώμικο Ξεσπόρισε = ; Ξεστελώνω = ρίχνω το παιδί ;;; Ξεστρατίζω = παίρνω άλλο δρόμο Ξεσυναιρίζομαι = ανταπαντώ στις προκλησεις Ξετσουμίζω = αναρώνω, ανακτώ δυνάμεις Ξεχλιάνω = ξεσκοτίζομαι Ξεχώνω = εκταφιάζω Ξετραφιάζω = ; ***Ξετσούμισε = ξεθάρεψε Ξέψαλε = ; **Ξίγκι = λίπος Ξόδι = κηδεία Ξοδιάζω = ξοδεύω Ξουράφι = ξυράφι Ξούρες = ψέματα Ξούρισμα = ξύρισμα Ξυλιάζω = κρυώνω Ξυλοφάι = λίμα για τα ξύλα Ξυπολιάς = ξυπόλητος Ξυστρί = χτένα για τις τριχες αλόγων Ξω = ξύνω πχ μην ξεις τα σπυριά σου Ξωπίσω = πίσω Ξωτικό = φάντασμα |
Όγοιος = όποιος Ογλήγορος = γρήγορος στα πόδια, ταχύς Ογρός = υγρός Ολημερίς = όλη την ημέρα Ολοντρόυρα = γύρω – γύρω Ολωνώνε = όλων Ολόφτυστος = ολόιδιος Ολπίδα = ελπίδα ***Ολούθες = παντού Οματιώνε= των ματιών (πχ θα πάρω των ομματιώνε μου) **Ομπρόϊς = εμπρός Οξαποδός = ο διάβολος Όξω = έξω Ορίζω = διατάζω Ορσε = ορίστε Ορνιο = αρπακτικο πουλι, απρόσεκτος Ορνιός = αγριόσυκο (από το αρχαίο ερινεός) Ούηστ = διαταγή σε γάιδαρο (<τουρκ ust = πάνω) Oυλούθε = παντού Ουριμοφάγος = όποιος τρώει ώριμα φρούτα *Ούριμος = ώριμος *Ούφου = επιφώνημα αγανάκτησης Παγαίνω, πααίνω = Πηγαίνω **Παγγίρι = πανηγύρι Παγνί = ταίστρα ζώων (από το αρχαιο φάτνη). **Παιδεύω = βασανίζω Παίδα = κομμάτι λεπτού ξύλου Παϊδι = ***Παιδιάς = νεαρός Παλιόπραμα = παλιάνθρωπος Παλιούρι = αγκαθωτό δενδρύλιο Παλούκι = πάσαλος Παλτασούκα = ; ***Παναϊα μου ! = Παναγιά μου *Πανιάρα = μακριά βέργα με πατσαβούρι στην άκρη για καθάρισμα φούρνου Πάντα = πλευρά, άκρη Πανωγόμι = ; Πανωπροίκι = πρόσθετη προίκα Πανωτίμι = πρόσθετος αμοιβή ή τιμή Πάπαλο = αγαθός ***Πάπουδο = μικρές παραφυάδες Παπούλης = παπάς, παπούς Παπουλάκος = καλογερόπαπας Παρακά = παρακάτω Παρακαλετός = δεχόμενος παρακάλια Παράμερα = πιο πέρα Παρασάνταλος = κακοφτιαγμένος κακοντυμένος. Παρεθύρι = παράθυρο Παραλογάω = παραληρώ Παράνομα = επώνυμο Παρέκει = πιο πέρα Παρτακάλι = πορτοκάλι Πάσα ένας = ο οποιοσδήποτε Πασκαλίτσα = λαμπρίτσα = κοκινο έντομο με μαύρες βούλες Πασκίζω = προσπαθώ Πασπάλα = το χιόνι που σκεπάζει ίσα-ίσα τη γη |
Παστρικιά = καθαρή (μερικές φορές εννοεί και πόρνη)
Πατάκα = πατάτα ***Πατέ ! = πατέρα ! (οικεία προσφώνηση παιδιού προς πατέρα) Πατίκα = γεμάτος στο σκατό Πεδικλώνω = δενω τα ποδια ζωου για να μη φύγει Πελεκάω = δέρνω, σμιλεύω πέτρα ή ξύλο Πεπαντή = Υπαπαντή **Περαιάς = Πειραιάς Περβόλι = περιβόλι Περδουκλώνω = εμποδίζω στο περπάτημα Περιπλεμονία = πνευμονία **Περκαλάω = παρακαλώ Περκαλετός = τον παρακαλέσανε Πέσε μου = πες μου Πετουρίθρα = πυτιρίδα Πετριά = χτύπημα από πετροβόλημα Πέτσινος = ψεύτικος Πετούρι = ; Πέφτη = Πέμπτη Πηδαυλακάω = τρέχω με πηδήματα Πήε = επήγε Πικούνι = βαρύς κασμάς (από το λατινικό pica = κοντάρι) ***Πιλατεύω = ενοχλώ Πινάκλι = ξύλινο μπωλ για φαγητό στα χωράφια Πίνω τσιγάρο = καπνίζω τσιγάρο Πιότερο = περισσότερο Πιράφι = ; Πιργιόνι = πριόνι Πισκίρι = ; Πισόκωλα = προς οπίσθιαν κατεύθυνση Πιστρόφια = επίσκεψη της νύφης στο πατρικό της μετά τον γάμο Πιτήδιος = επιτήδιος Πλάκα = δίσκος βινυλίου Πλανά = ; |
Πλαντάζω = Κλαίω δυνατά, ταράζομαι από θυμό
Πλάντρα = μεγάλη στρογγυλή ξύλινη σκάφη για το πάτημα των σταφυλιών Πλαντρόνα = ; Πλατάρια = πλάτες κοτόπουλου για σούπα **Πλάτσα = πλατεία Πλατσανάω = πλατσουρίζω Πλεμόνι = πνευμόνι Πλεξάνα = αρμαθιά σκόρδων ή κρεμμυδιών Πλερώνω = πληρώνω Πλεύρα = πλαγιά πχ « - έχω κάτι πλεύρες να οργώσω » ***Πλεύρο = τσουβάλι που φορτώνεται από την μια μεριά του σαμαριού Πλιότερα = ; Ποδαρίτσες = ; Ποδένω = πληρώνω για την υπόδηση (πχ «εγώ σε ταϊζω, εγώ σε ποδένω») Ποδεμένος = φοράει παπούτσια (δεν είναι ξυπολητος) Ποδόλυσσα = αρρώστια σκύλων Ποιονού ; = ποίου ; Ποκίνο = από εκέινο Πομπεύω = κάνω σεξ με κάποιαν και την εκθέτω στην κοινωνία Πομπή = ντροπή, ξεφτύλα Ποντικοτρίχης = αυτός που έχει μαλί σαν του ποντικού. Πολεμάω = προσπαθώ Πολυώρα = πρίν λίγη ώρα Πολυρίζι = είδος άγριου χόρτου Πορεύομαι = τακτοποιούμαι Πόρος = πέρασμα Πορπατώ = περπατάω Πορτογύρω = γυναίκα που κοτσομπολεύει από πόρτα σε πόρτα |
Ποταϊμός = ποταμός
Ποτές = ποτέ Πούθενε; = που ; Πούλα ! = νεαρέ ! (προσφώνηση γηραιότερου προς νεαρό) Πουλάδα = νεαρή κότα Πουλακίδα = νεαρή κότα Πουλόπουλος = εξαφανίστηκε έγινε Πουλόπουλος (από το πουλεύω = φεύγω) Πούργα = μεγάλο καλάθι Πούστης = δόλιος ή κυριολ. Κίναιδος (από το τουρκ pust) Πουτσούλας = παλληκάρι, γενναίος Πραγαλά – πραγαλά = ; Πράμα = ποσότητα (πχ έχω σήμερα πράμα) Πραματευτής = πλανόδιος έμπορος Πράσα μαλλιά = ίσια μαλλιά Πρεζάτο = ; Πρεπούμενο = το πρέπον Πριμαρόλια = ; Πριόβολος = μηχανισμός που ανάβει φωτιά Πριτσαλιστηκα = κάηκα Προβατσούλες = ; Προγόνι = παιδί του συζύγου από προηγούμενη γυναίκα Προημερού = πριν μέρες Προκαδούρα = καρφιά προς ενίσχυση της σόλας του παπουτσιού Προκάνω = προλαβαίνω Προσκεφαλάδα = μαξιλάρι Προσώρας = προσωρινά Προύσκαλο = αγουρο σύκο Πυρώνομαι = ζεσταίνομαι Πώχω = που έχω |